Οι κυριότερες εξελίξεις στον ασφαλιστικό τομέα αφορούσαν την εφαρμογή του νέου εποπτικού πλαισίου «Φερεγγυότητα ΙΙ» και την προσέλκυση ξένων επενδυτών στο μετοχικό κεφάλαιο ασφαλιστικών εταιριών, σύμφωνα με την Εκθεση της ΤτΕ με τίτλο “Επισκόπηση του Ελληνικού Χρηματοπιστωτικού Συστήματος” που δημοσιεύτηκε σήμερα.
Η εγχώρια ασφαλιστική αγορά έχει επιδείξει υψηλό βαθμό συνέπειας και προσαρμοστικότητας στις εποπτικές απαιτήσεις του νέου πλαισίου και η φερεγγυότητα των ασφαλιστικών επιχειρήσεων διαμορφώνεται σε ικανοποιητικό επίπεδο.
Όσον αφορά στους κινδύνους που αντιμετωπίζουν οι ασφαλιστικές επιχειρήσεις, ο σημαντικότερος είναι ο ασφαλιστικός (κατά ζημιών, ζωής και ασθενείας) και ακολουθεί ο κίνδυνος αγοράς από τις τοποθετήσεις τους σε χρηματοπιστωτικά μέσα. Λιγότερο σημαντικοί κίνδυνοι είναι ο λειτουργικός κίνδυνος και ο κίνδυνος αντισυμβαλλομένου, ενώ μειωτικά στο προφίλ κινδύνου επιδρούν τα οφέλη από τη διαφοροποίηση των κινδύνων.
Η ΦΕΡΕΓΓΥΟΤΗΤΑ ΤΩΝ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΩΝ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ
Παρά το δυσμενές οικονομικό περιβάλλον, η ελληνική ασφαλιστική αγορά εμφανίζει επάρκεια κεφαλαίων καλής ποιότητας, καθώς το 92% των επιλέξιμων κεφαλαίων ταξινομούνται στην υψηλότερη κατηγορία ποιότητας (Κατηγορία 1). Η Κεφαλαιακή Απαίτηση Φερεγγυότητας (SCR) για το σύνολο της ασφαλιστικής αγοράς στις 31.12.2016 διαμορφώθηκε σε 1,73 δισεκ. ευρώ, με τα συνολικά επιλέξιμα ίδια κεφάλαια να ανέρχονται σε 2,72 δισεκ. ευρώ. Επιπροσθέτως, η συνολική Ελάχιστη Κεφαλαιακή Απαίτηση (MCR) διαμορφώθηκε σε 634 εκατ. ευρώ, με τα αντί στοιχα συνολικά επιλέξιμα ίδια κεφάλαια να ανέρχονται σε 2,55 δισεκ. ευρώ και να αφο ρούν εξολοκλήρου κεφάλαια Κατηγορίας 1.
Το 2016 σηματοδοτήθηκε από τη θέση σε ισχύ της Φερεγγυότητας ΙΙ, ενός νέου συνε- κτικού, με υψηλότερο βαθμό διαφάνειας, θεσμικού πλαισίου το οποίο έχει επιφέρει σημαντικές αλλαγές τόσο στον τρόπο λειτουργίας της ασφαλιστικής αγοράς όσο και στην άσκηση της εποπτείας από τις αρμόδιες αρχές των Κρατών Μελών της Ευρωζώνης. Η εγχώρια ασφαλιστική αγορά έχει επιδείξει υψηλό βαθμό συνέπειας και προσαρμοστικότητας στις εποπτικές απαιτήσεις του νέου πλαισίου.
Η ελληνική ασφαλιστική αγορά, μετά τις εξελίξεις στις αρχές του 2017, αριθμεί πλέον 43 εποπτευόμενες από την Τράπεζα της Ελλάδος ασφαλιστικές επιχειρήσεις, εκ των οποίων 3 δραστηριοποιούνται αποκλειστικά στις α σφαλίσεις ζωής, 23 στις ασφαλίσεις κατά ζημιών και 17 ασκούν ταυτόχρονα δραστηριότητες ασφαλίσεων ζωής και κατά ζημιών.
Παράλληλα, στην εγχώρια ασφαλιστική αγο- ρά δραστηριοποιούνται 20 υποκαταστήματα ασφαλιστικών επιχειρήσεων με έδρα άλλο κράτος-μέλος της ΕΕ, καθώς και 16 ευρωπαϊκές ασφαλιστικές επιχειρήσεις με καθεστώς ελεύθερης παροχής υπηρεσιών. Αναφορικά με το μέγεθος της αγοράς, ση- μειώνεται ότι το σύνολο του ενεργητικού των ασφαλιστικών επιχειρήσεων με έδρα την Ελλάδα, στο τέλος του 2016, σύμφωνα με τα υποβληθέντα από τις επιχειρήσεις ετήσια στοιχεία, ανήλθε σε 15,9 δισεκ. ευρώ, εκ των οποίων 11,1 δισεκ. ευρώ αφορούν επενδύσεις (6,8 δισεκ. ευρώ αφορούν τοποθετήσεις σε κρατικά ομόλογα) και 2,3 δισεκ. ευρώ αφο- ρούν επενδύσεις για ασφαλίσεις τον επενδυτικό κίνδυνο των οποίων φέρουν οι ασφαλι- σμένοι (unit-linked). Στον αντίποδα, οι συνολικές υποχρεώσεις τους ανήλθαν σε 12,9 δι- σεκ. ευρώ, εκ των οποίων το σύνολο των τεχνικών προβλέψεων διαμορφώνεται σε 11,7 δισεκ. ευρώ (3,2 δισεκ. ευρώ αφορούν ασφαλίσεις κατά ζημιών, 6,1 δισεκ. ευρώ αφορούν ασφαλίσεις ζωής και 2,4 δισεκ. ευρώ unit linked). Τα συνολικά ασφάλιστρα των εποπτευόμε- νων από την ΤτΕ ασφαλιστικών επιχειρήσεων το έτος 2016 διαμορφώθηκαν σε 3,53 δισεκ. ευρώ, ελαφρώς μειωμένα συγκριτικά με το 2015 (3,57 δισεκ. ευρώ). Εκ των συνολικών ασφαλίστρων του 2016, τα 1,64 δισεκ. ευρώ αφορούν ασφαλίσεις ζωής, ενώ τα 1,89 δισεκ. ευρώ ασφαλίσεις κατά ζημιών.
ΟΙ ΚΙΝΔΥΝΟΙ ΤΩΝ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΩΝ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ
Οι ασφαλιστικές είναι επιχειρήσεις που έχουν ως βασικό σκοπό να εξυπηρέτουν τους πελά τες/ασφαλισμένους τους ως παραγωγοί α σφαλιστικών προϊόντων και καλύψεων. Κατά τη διαδικασία παροχής των υπηρεσιών τους, αντλούν κεφάλαια αναλαμβάνοντας ασφαλι στικούς και χρηματοοικονομικούς κινδύνους. Η παρακάτω ανάλυση εστιάζει στους ποσοτι κοποιήσιμους κινδύνους που οι ασφαλιστικές επιχειρήσεις έχουν αναλάβει, όπως αυτοί αποτυπώνονται και επιμετρούνται με την τυποποιημένη μέθοδο για τον υπολογισμό της Κεφαλαιακής Απαίτησης Φερεγγυότητας. Σημειώνεται ότι το αποτέλεσμα της ευρωπαϊκής άσκησης προσομοίωσης ακραίων καταστάσεων (stress tests) που έλαβε χώρα το 2016 υπό την καθοδήγηση και το συντονισμό της EIOPA επιβεβαίωσε την ευαισθησία του κλάδου, πανευρωπαϊκά, σε συνθήκες χαμηλών επιτοκίων, οι οποίες δυνητικά θα ασκούσαν πιέσεις στην κερδοφορία των επιχειρήσεων, απειλώντας τη βιωσιμότητά τους, ιδιαίτερα δε εκείνων που προωθούν προϊόντα με ενσωματωμένες μακροχρόνιες χρηματοοικονομικές εγγυήσεις. Ο κίνδυνος αυτός δεν αποτυπώνεται στις κεφαλαιακές απαιτήσεις καθώς το κύριο χαρακτηριστικό του είναι ότι διαβρώνει την κεφαλαιακή θέση των επιχειρήσεων σταδιακά και σε μακροχρόνιο ορίζοντα.
Διαβάστε ΕΔΩ όλη την έκθεση της ΤτΕ