Eurolife ERB: Πως θα αντιμετωπίσουμε τους μεγάλους επιχειρηματικούς κινδύνους

Η μεταρρύθμιση της Δημόσιας Διοίκησης, σε συνδυασμό με τη δημιουργία φιλικότερου επιχειρηματικού περιβάλλοντος, αποτελούν βασικούς παράγοντες ώστε οι επιχειρήσεις να μπορέσουν να αντιμετωπίσουν τους ήδη, άλλωστε, πολλούς επιχειρηματικούς κινδύνους που ελλοχεύουν.

Σε συνέντευξή του στο iw, o κ. Πάνος Γεωργόπουλος, αναπληρωτής γενικός διευθυντής Διαχείρισης της Eurolife ERB, σημειώνει πως ναι μεν η χώρα εξέρχεται της κρίσης, αλλά απαιτούνται πολλά βήματα ακόμη.

Οι τράπεζες θα συνεχίζουν να καθορίζουν τις εξελίξεις, προβληματισμός όμως επικρατεί για τη νομισματική πολιτική που ακολουθείται και το κατά πόσο θα είμαστε καλά προετοιμασμένοι για την επόμενη ύφεση, όπως αναφέρει.

Καθοριστικός κρίνεται επίσης ο ρόλος των πολιτικών ηγετών υπό το πρίσμα των φαινομένων γεωπολιτικής αστάθειας παγκοσμίως, κάτι που θα κρίνει και το ύψος επενδύσεων και αποεπενδύσεων.

Όπως τονίζει, απαιτείται πλήρης κατανόηση και ρεαλιστική στρατηγική στο ζήτημα των νέων τεχνολογιών ώστε οι εταιρείες να επωφεληθούν από τα νέα δεδομένα, αλλά και να αντιμετωπίσουν αποτελεσματικά προκλήσεις όπως το cyber risk.

συνέντευξη στον Βάιο Κρόκο

iw? Αβεβαιότητα σε μακροοικονομικό επίπεδο, νέες νομοθεσίες και φορολογικό πλαίσιο αποτελούν πλέον μόνιμο προβληματισμό. Τι μας δίδαξε η κρίση, τελικά;

 απ. Οι άνθρωποι έχουν, γενικά, την ικανότητα να μαθαίνουν όταν παθαίνουν. Για να συμβεί όμως αυτό, απαιτείται πρόσβαση σε εποικοδομητικά σχόλια ή κριτική μετά την εσφαλμένη επιλογή (ήτοι «καλή ανατροφοδότηση»).

Η ελληνική κρίση είχε έναν πρωτόγνωρο κοινωνικό αντίκτυπο, καθώς και ένα πρωτοφανές οικονομικό κόστος. Κατά τη διάρκεια της ύφεσης, η χώρα έχασε πάνω από το ¼ του ΑΕΠ της, η ανεργία εκτοξεύτηκε έως το 27,7%, οι ιδιωτικές επενδύσεις κατέρρευσαν, οι τιμές των ακινήτων μειώθηκαν σημαντικά, η απόδοση του δεκαετούς κρατικού ομολόγου έφτασε στο 37% και η τιμή του γενικού δείκτη του ΧΑ κατέρρευσε. Η ύφεση οδήγησε τον λόγο του δημόσιου χρέους προς το ΑΕΠ στο 178%.

Απαιτείται εμβάθυνση των αναπτυξιακών μεταρρυθμίσεων και φιλικές προς την ανάπτυξη πολιτικές, καθώς και προσήλωση στη δημοσιονομική, χρηματοπιστωτική και θεσμική σταθερότητα, προκειμένου να επιτευχθούν οι στόχοι που έχουν τεθεί και να υπάρξουν, έτσι, προϋποθέσεις για ισχυρή ανάπτυξη στο μέλλον.

Τα προγράμματα προσαρμογής –παρά τα λάθη– βοήθησαν την ελληνική οικονομία, η οποία σήμερα είναι πιο ανοικτή και πιο ανταγωνιστική. Οι μακροοικονομικές ανισορροπίες έχουν διορθωθεί, το κόστος εργασίας είναι υπό έλεγχο, η ανάπτυξη έχει επιστρέψει και οι πρόδρομοι δείκτες είναι θετικοί. Η ανεργία μειώνεται, η συμμετοχή των εξαγωγών στο ΑΕΠ έχει αυξηθεί, οι άμεσες ξένες επενδύσεις παρουσιάζουν ανοδική τάση, η Ελλάδα ξαναποκτά, σταδιακά, πρόσβαση στον δανεισμό από τις διεθνείς αγορές, οι συνθήκες ρευστότητας βελτιώνονται και οι έλεγχοι στην κίνηση κεφαλαίων έχουν χαλαρώσει.

Ωστόσο, οι προκλήσεις παραμένουν και η διαχείρισή τους είναι επιβεβλημένη. Η ανεργία εξακολουθεί να βρίσκεται σε υψηλά επίπεδα και η αύξηση του εισοδήματος και της παραγωγικότητας επιτυγχάνονται με αργούς ρυθμούς. Το επίπεδο φτώχειας κυμαίνεται μεταξύ των υψηλότερων στην ευρωζώνη. Το υψηλό ποσοστό των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων (NPEs) στον τραπεζικό τομέα δρα ανασταλτικά στην οικονομική ανάκαμψη. Οι περιορισμοί στην κίνηση κεφαλαίων δεν έχουν αρθεί πλήρως. Η υπερφορολόγηση αποτελεί, επίσης, ανασταλτικό παράγοντα για την οικονομική ανάπτυξη.

Η Ελλάδα έχει εξέλθει από το τελευταίο πρόγραμμα διάσωσης, αλλά δεν έχει αφήσει πίσω της όλα τα προβλήματα. Απαιτείται αποφασιστική και έγκαιρη ανάληψη πρωτοβουλιών, εφαρμογή διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων με συνέπεια, ενώ χρειάζονται πολιτικές και κοινωνικές συναινέσεις και ορθός σχεδιασμός, προκειμένου να επιδιωχθεί μακροοικονομική σταθερότητα, ώστε οι ιδιωτικές επενδύσεις να αυξηθούν και η ανεργία να μειωθεί.

Επίσης, απαιτείται μείωση των φορολογικών συντελεστών, αλλά και εξορθολογισμός της δομής των δημόσιων δαπανών. Τέλος, θετικά θα επιδράσει η μεταρρύθμιση της Δημόσιας Διοίκησης και η δημιουργία φιλικότερου επιχειρηματικού περιβάλλοντος.

iw? Τι ρόλο παίζουν οι αγορές, ένα πιθανό καθοδικό σπιράλ στις χρηματαγορές και, εν τέλει, η νομισματική πολιτική των κεντρικών τραπεζών; Από την εποχή του «φθηνού χρήματος» περνάμε –αν και αρκετά δειλά– σε αύξηση των επιτοκίων…

 απ. Στη νέα, παγκοσμιοποιημένη οικονομία, οι μεγάλες κεντρικές τράπεζες έχουν εκφράσει τον δυναμισμό τους, εφαρμόζοντας θεραπευτικές πρακτικές ως προφύλαξη από το νομισματικό χάος και την καταστροφή.

Η FED έστειλε μήνυμα ότι παγώνει τις αυξήσεις των επιτοκίων τουλάχιστον για φέτος και η ΕΚΤ σχεδιάζει νέο γύρο φθηνών δανείων για τις τράπεζες, ενώ πολλοί πιστεύουν ότι σύντομα θα εξετάσει την επανενεργοποίηση του προγράμματος ποσοτικής χαλάρωσης (QE), που τερμάτισε μόλις τον περασμένο Δεκέμβριο.

Ο αντίκτυπος από τις αποφάσεις των δύο ισχυρών κεντρικών τραπεζών του πλανήτη, σε ένα περιβάλλον χαμηλών ή ακόμη και αρνητικών επιτοκίων, είναι εδώ. Πολλοί είναι αυτοί που πιστεύουν ότι η επιμονή των κεντρικών τραπεζών στη χαλαρή νομισματική πολιτική μία δεκαετία μετά την παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση είναι αναγκαία. Γίνεται δεκτή μάλλον με ικανοποίηση από τις κυβερνήσεις, που έχουν συνηθίσει στο ισχυρό στήριγμα των κεντρικών τραπεζών τα τελευταία χρόνια.

Σαν αποτέλεσμα, οι αποδόσεις των γερμανικών κρατικών ομολόγων κινούνται σε αρνητικά επίπεδα και εκείνες ακόμη και των πιο «απείθαρχων μαθητών» του ευρώ, όπως είναι η Ιταλία, έχουν βρεθεί σε χαμηλά επίπεδα. Αισθητή είναι η αποκλιμάκωση και στις αποδόσεις των ελληνικών ομολόγων.

Ικανοποιημένες είναι και οι μεγάλες επιχειρήσεις, που απευθύνονται περισσότερο στις διεθνείς αγορές για δανεισμό, αφού και τα επιτόκια των εταιρικών ομολόγων κινούνται σε ιστορικά χαμηλά επίπεδα. Και αυτό συμβαίνει ενώ πέρυσι, στο σύνολό τους, οι ειδικοί προειδοποιούσαν για το τέλος της εποχής του άφθονου, φθηνού δανεισμού.

Τα χαμόγελα όμως ίσως σταματούν κάπου εδώ: Οι τράπεζες διαμαρτύρονται ότι συμπιέζονται διαρκώς τα περιθώρια κέρδους τους και οι οικονομολόγοι προειδοποιούν για νέες φούσκες. Κάποιοι εκφράζουν την άποψη ότι το «πάρτι» των αγορών θα μπορούσε να εξελιχθεί απότομα σε «θρίλερ».

Προβληματισμός υπάρχει και στις υπόλοιπες κεντρικές τράπεζες. Σε ανάλυσή της, η Wall Street Journal κάνει λόγο για ένα φαινόμενο-«ντόμινο», με βάση το οποίο κι άλλες κεντρικές τράπεζες θα επιλέξουν, επίσης, να αφήσουν σταθερά σε ιστορικά χαμηλά επίπεδα τα επιτόκια, γεγονός που, όπως φοβούνται κάποιοι, θα τις αφήσει χωρίς «όπλα» για την αντιμετώπιση της επόμενης κρίσης, αν και όποτε αυτή συμβεί.

Την απάντηση θα τη μάθουμε κάποια στιγμή στο μέλλον. Μέχρι τότε, οι κεντρικές τράπεζες, με όσα «όπλα» διαθέτουν, θα καθορίζουν τις εξελίξεις.

iw? Οι διχαστικές δυνάμεις, η ανάφλεξη εστιών έντασης εντός και εκτός ΕΕ τι ρόλο διαδραματίζουν; Πόσο επικίνδυνη μπορεί να αποβεί η γεωπολιτική αστάθεια για μια επιχείρηση;

 απ. Η γεωπολιτική αστάθεια αναγνωρίζεται μεταξύ των κυριότερων προβλημάτων και ως ένας απρόβλεπτος παράγοντας στη λήψη αποφάσεων. Παρόλο που οι επιχειρήσεις φαίνονται να έχουν συμφιλιωθεί περισσότερο με την παγκόσμια αβεβαιότητα και μεταβλητότητα, αναφέρουν ότι τόσο οι μακροοικονομικές όσο και οι γεωπολιτικές πιέσεις θα παίξουν ρόλο στις αποφάσεις τους για νέες επενδύσεις και αποεπενδύσεις. Πολλοί εκτιμούν ότι οι γεωπολιτικές αλλαγές θα ωθήσουν τα λειτουργικά κόστη σε υψηλότερα επίπεδα, ενώ παράλληλα προσδοκούν οφέλη από τις διασυνοριακές εμπορικές συμφωνίες.

Αναμφίβολα, η έκρυθμη κατάσταση στην ευρύτερη περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου και της Μέσης Ανατολής αποτελεί έναν σημαντικό παράγοντα, που πρέπει να λαμβάνεται υπόψη. Η χώρα μας, ωστόσο, είναι σήμερα ένας από τους πιο αξιόπιστους και ασφαλείς προορισμούς στην ευρύτερη περιοχή. Θα πρέπει όμως να είμαστε ιδιαίτερα προσεκτικοί στους χειρισμούς μας, καθώς με την ίδια ευκολία που η γεωπολιτική αστάθεια στην περιοχή μάς έχει ευνοήσει κατά τα δύο τελευταία χρόνια, θα μπορούσε να στραφεί εναντίον μας στο μέλλον αν δεν πάρουμε τα σωστά μέτρα.

Υπάρχουν όμως πολλά μέρη όπου ένα λάθος ή μια κακή εκτίμηση θα μπορούσε να προκαλέσει σοβαρές διεθνείς συγκρούσεις. Στις περιοχές με τους μεγαλύτερους κινδύνους συγκαταλέγονται η Κορεατική Χερσόνησος, η Μέση Ανατολή, η Ανατολική Ευρώπη, το Ιράκ και το Ιράν.

Εστίες που ενδεχομένως μπορούν να προκαλέσουν ανάφλεξη εντοπίζονται και σε άλλες περιοχές του πλανήτη, όπως στην Αφρική και τη Λατινική Αμερική, με μικρότερη επίδραση στη διεθνή σταθερότητα και ειρήνη.

Στα καθ’ ημάς, διχαστικές δυνάμεις εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης προκαλούν προβληματισμό. Οι διαπραγματεύσεις για το Brexit είναι σε εξέλιξη. Τα θέματα που είναι τώρα προς συζήτηση ανάμεσα στις δύο πλευρές είναι περισσότερο περίπλοκα και διχαστικά απ’ ό,τι φαινόταν αρχικά. Ο ρόλος των πολιτικών ηγετών είναι καθοριστικός.

iw? Σε ποιους κινδύνους θεωρείτε πως είναι πλέον πιο ευάλωτες οι εταιρείες; Είναι οι καιρικές αλλαγές και οι φυσικές καταστροφές λόγοι για να διακοπεί η επιχειρηματική δραστηριότητα;

 απ. Περιβαλλοντικές και χρηματοοικονομικές απειλές, αλλά και ζητήματα ασφαλείας, μπορούν να επηρεάσουν το επιχειρείν παγκοσμίως. Στους μεγαλύτερους επιχειρηματικούς κινδύνους παγκοσμίως –μεγαλύτερους τόσο ως προς την πιθανότητα εκδήλωσης όσο και ως προς τη συνολική επίπτωση– συγκαταλέγονται τα ακραία καιρικά φαινόμενα και οι φυσικές καταστροφές. Εξίσου σημαντικοί εμφανίζονται κίνδυνοι που σχετίζονται με περιστατικά παραβίασης του κυβερνοχώρου και υποκλοπής δεδομένων, καθώς και περιστατικά διακοπής της επιχειρηματικής δραστηριότητας λόγω ηλεκτρονικών παραβιάσεων.

Οι κίνδυνοι με δυσμενείς επιπτώσεις μπορεί να είναι φυσικοί. Τα τελευταία χρόνια σημαδεύτηκαν από μεγάλους τυφώνες και ακραίες θερμοκρασίες. Η ενδεχόμενη αποτυχία μετριασμού των επιπτώσεων της κλιματικής αλλαγής θα έχει καταστροφικές επιπτώσεις στη διεθνή οικονομία.

Επιπροσθέτως, υπάρχουν κίνδυνοι που μπορεί να είναι εικονικοί, όπως μια κατάρρευση ηλεκτρονικών πληροφορικών συστημάτων, η οποία μπορεί να συμβεί εξαιτίας κακόβουλων ενεργειών ή και όχι και να συνδέονται ακόμα με ενέργειες ή και παραλείψεις συνεργατών.

Η αδυναμία αντιμετώπισης των κυβερνοεπιθέσεων ενδέχεται να επιφέρει πολύ σοβαρές επιπτώσεις, τόσο στην οικονομία όσο και στις επιχειρήσεις. Στον απόηχο των σοβαρών περιστατικών παραβίασης δεδομένων και της ιδιωτικής ζωής, της κατάρρευσης πληροφορικών συστημάτων, αλλά και της εισαγωγής αυστηρότερων κανόνων προστασίας των δεδομένων, τόσο στην Ευρωπαϊκή Ένωση όσο και σε άλλες χώρες, απαιτείται από τις επιχειρήσεις αυξημένη μέριμνα για τους κινδύνους του κυβερνοχώρου.

Όποια κι αν είναι η αιτία, οι οικονομικές απώλειες για τις εταιρείες ύστερα από τη διακοπή λειτουργίας τους μπορεί να είναι τεράστιες και, όπως πάντα, ο σωστός σχεδιασμός, αποσκοπώντας στην πρόληψη, αποτελεί την ενδεδειγμένη προσέγγιση.

Οι επιχειρήσεις οφείλουν να διατηρούν επικαιροποιημένο πλάνο για ένα ευρύ φάσμα καταστροφικών σεναρίων, καθώς εκεί βρίσκεται η μεγαλύτερη έκθεσή τους στη σημερινή «διαδικτυωμένη κοινωνία».

 iw? Πώς «απαντούν» και τι φοβούνται περισσότερο οι εταιρείες στις αναδυόμενες απειλές από την άνθηση των νέων τεχνολογιών;

 απ. Οι νέες τεχνολογίες και ο συνεχής ψηφιακός μετασχηματισμός επιδρούν στα λειτουργικά μοντέλα των εταιρειών. Η λεγόμενη τέταρτη βιομηχανική επανάσταση, με επίκεντρο τους κλάδους της τεχνητής νοημοσύνης, της ρομποτικής, του Ίντερνετ των Πραγμάτων (Internet of Things), η τεχνολογία blockchain, το cloud computing κ.ά. προσφέρουν λύσεις, αλλά ταυτόχρονα αναδύονται πρωτόγνωρες απειλές.

Απαιτείται κατανόηση της νέας πραγματικότητας από τις διοικήσεις των εταιρειών. Μόνο έτσι θα μπορέσουν να καθορίσουν έγκαιρα μια ρεαλιστική πολυεπίπεδη στρατηγική, επιδιώκοντας να επωφεληθούν από τα πλεονεκτήματα, αλλά παράλληλα διαχειριζόμενοι και τους νέους κινδύνους. Πρέπει να αποτελέσει κορυφαία προτεραιότητα η διασφάλιση των υποδομών και των δεδομένων των εταιρειών, καθώς και η επιχειρησιακή συνέχεια και η ανάκαμψη από δυσλειτουργίες που μπορεί να επιφέρουν οι κυβερνοεπιθέσεις. Αξίζει να σημειωθεί ότι η μονάδα διαχείρισης κινδύνων καλείται να διαδραματίσει κεντρικό ρόλο στη διαχείριση του μετασχηματιζόμενου προφίλ κινδύνων, αξιολογώντας τον ευρύτερο σχεδιασμό της κάθε εταιρείας.

Στον όρο “cyber risk” αποδίδουμε τον κίνδυνο οικονομικής απώλειας, διακοπής της απρόσκοπτης λειτουργίας, βλάβης της φήμης ενός Οργανισμού, από κάποιο είδος αποτυχίας των συστημάτων τεχνολογίας της πληροφορίας, που θα επιφέρει πλήγμα στη διαθεσιμότητα, ακεραιότητα και εμπιστευτικότητα των δεδομένων που διατηρεί και επεξεργάζεται ένας Οργανισμός. Μεταξύ των δεδομένων αυτών είναι δεδομένα πελατών που χρήζουν ιδιαίτερης προστασίας.

Ο κίνδυνος των κυβερνοεπιθέσεων έχει εξελιχθεί σε κρίσιμη, περίπλοκη και ευρέως διαδεδομένη απειλή. Για την αντιμετώπιση αυτών των απειλών, πρέπει να αναπτυχθεί ένα ολοκληρωμένο σύστημα διαχείρισης της ασφάλειας των πληροφοριών (Information Security Management System-ISMS) και να υιοθετηθούν κατάλληλα τεχνικά και οργανωτικά μέτρα προστασίας.

Αναδημοσίευση από το IW

Leave a Reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *

*