Kλάδος αυτοκινήτου: Στο χαμηλότερο επίπεδο των τελευταίων 54 ετών το μερίδιο της αστικής ευθύνης αυτοκινήτου στην ασφαλιστική αγορά 

Ο άλλοτε «βασιλιάς» της ιδιωτικής ασφάλισης , κλάδος αστικής ευθύνης αυτοκινήτου χάνει συνεχώς μερίδια αγοράς μέσα στην ασφαλιστική αγορά. Από το 1970 (με τον γνωστό νόμο 400) μέχρι πριν από 15 χρόνια αποτελούσε το 35% περίπου της αγοράς και σήμερα βρίσκεται κάτω από το 20%.  Ο βασικός λόγος είναι ότι η παρατεταμένη μείωση ασφαλίστρων σε συνδυασμό με την ανάπτυξη άλλων κλάδων μέσα στην συνολική ασφαλιστική παραγωγή έχουν οδηγήσει τον άλλοτε κραταιό κλάδο (υποχρεωτικός γαρ) να βρίσκεται κάτω από άλλους κλάδους που πλέον έχουν μεγαλύτερο ασφαλιστικό ενδιαφέρον και για τους πελάτες και για τις εταιρείες. 

Που εστιάζεται το πρόβλημα βάσει των τελευταίων στοιχείων της ΕΑΕΕ 

Η οριακή αύξηση της παραγωγής (3%) είναι δυσανάλογη με την αύξηση των νέων αυτοκινήτων που μπήκαν στους δρόμους. Αυτό σημαίνει ότι κάποιες ασφαλιστικές διατηρούν την πολιτική των υποτιμολογήσεων  και , κυρίως, ότι με την μεγάλη αύξηση των ζημιών οι δείκτες ζημιών (loss ratios) αυξάνονται δραματικά. Πλέον τα τεχνικά αποτελέσματα στον κλάδο, γίνονται ζημιογόνα. Ο συνδυασμός αύξησης ζημιών , μειωμένων ασφαλίστρων και αυξημένων αποζημιώσεων αποτελεί το μεγαλύτερο πρόβλημα για τον κλάδο.  Ο κλάδος σε πολλές εταιρείες , μπαίνει σε 3ο ή 4ο χρόνο ζημιογόνων τεχνικών αποτελεσμάτων και αυτό είναι ένα μεγάλο θέμα. 

 Οι ‘αυτοκινητάδες’ ουσιαστικά είναι όμηροι του τιμολογιακού ανταγωνισμού που καθιέρωσαν πρώτα οι ΕΠΥ (προ 20ετίας) και ακολούθησαν οι μεγάλες ασφαλιστικές.  Ήδη και ενόψει 2025, οι εταιρείες προσανατολίζονται είτε να περιορίσουν σε οριακά επίπεδα τις μειώσεις τιμολογίων, είτε να παραμετροποιήσουν τα τιμολόγια ανάλογα με τις περιοχές χαμηλού ή υψηλού ρίσκου (βάσει στατιστικών ατυχημάτων) , είτε να κάνουν μικρές αυξήσεις ασφαλίστρων.  Επιπλέον θα πρέπει να δούμε ότι η παραγωγή που γίνεται μέσα από τα Direct δίκτυα φαίνεται ότι έχει πλαφονάρει και ότι μόνο η ανθρώπινη διαμεσολάβηση μπορεί να διασφαλίσει και την διατηρησιμότητα των συμβολαίων και νέα παραγωγή.