Θανάσιμος Τραυματισμός Στρατιώτη κατά τη διάρκεια ρυμούλκησης στρατιωτικού οχήματος – Ευθύνη Δημοσίου
Εν προκειμένω κατά την προσπάθεια ρυμούλκησης στρατιωτικού οχήματος σε όρχο στρατιωτικής μονάδας και ενώ ο θανασίμως τραυματισθείς στρατιώτης ευρίσκετο μεταξύ της καρότσας του επιχειρούντος την ρυμούλκηση οχήματος και του υποστάντος την βλάβη, ο οδηγός του πρώτου οχήματος (λοχίας) έθεσε αυτό σε κίνηση, με αποτέλεσμα να συνθλιβεί το κεφάλι του στρατιώτη και, τελικά, μετά διακομιδή του στο ΓΣΝΑ, να καταλήξει συνεπεία βαρύτατης κρανιοεγκεφαλικής κακώσεως.
Για τη στοιχειοθέτηση της ευθύνης του Δημοσίου κατ’ άρθρο 105 ΕισΝΑΚ, απαιτείται, μεταξύ άλλων, η ύπαρξη αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ παρανομίας και ζημίας.
Ψυχική Οδύνη 415.000 ευρώ
Για τον θάνατο του επιμεριζόμενα ανά:
175.000 ευρώ στην μητέρα
120.000 ευρώ στην αδελφή
Ανά 40.000 ευρώ στους δύο παππούδες και στη γιαγιά
Ψυχική Οδύνη
Αναιρετικός έλεγχος του Ευλόγου
Δεν ερευνάται κατ’ αναίρεση η κρίση του δικαστηρίου ως προς την εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών κατά τον καθορισμό του ύψους της χρηματικής ικανοποιήσεως. Ερευνάται όμως κατ’ αναίρεση σε περίπτωση που ο προσδιορισμός της από το δικαστήριο της ουσίας υπερέβη τα άκρα όρια της εξουσίας του.
Εν προκειμένω με την κατωτέρω δημοσιευόμενη απόφαση το ΣτΕ απέρριψε την αίτηση αναιρέσεως ως αβάσιμη, αφού δέχθηκε, μεταξύ άλλων, ότι κατά τον καθορισμό του ύψους της χρηματικής ικανοποιήσεως δεν προκύπτει ότι το δικαστήριο υπερέβη τα άκρα όρια τηςκατά το άρθρο 932 ΑΚ εξουσίας του, αλλά ορθώς ερμήνευσε την διάταξη αυτή, κατά την θέσπιση της οποίας, ο νομοθέτης έλαβε υπόψη την αρχή της αναλογικότητος, εξειδικεύοντάς την σε ότι αφορά στο ζήτημα του προσδιορισμού του ύψους της χρηματικής ικανοποιήσεως. Τα προβαλλόμενα δε από το Δημόσιο περί ποσών υπερμέτρως υψηλών και μη ευλόγων, κατ΄ εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή των άρθρων 932 ΑΚ και 25 παρ. 1 του Συντάγματος, απερρίφθησαν ως αβάσιμα ενώ, περαιτέρω, απαραδέκτως αμφισβητήθηκε η κρίση του δικαστηρίου ως προς την εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών κατά τον καθορισμό του ύψους της εν λόγω χρηματικής ικανοποιήσεως.
Τόκοι κατά του Δημοσίου επιβάλλονται και επί αναγνωριστικής αγωγής (1)
Από την διάταξη του άρθρου 21 του Κώδικος των νόμων περί δικών του Δημοσίου, κατά το τέταρτο εδάφιο του άρθρου 109 του Εισαγωγικού Νόμου του Αστικού Κώδικος, «συνάγεται ότι ως προς την έναρξη της τοκογονίας αρκεί η γένεση της επιδικίας, από την οποία αρχίζει η αμφισβήτηση ως προς την ύπαρξη της απαίτησης για χρηματική παροχή με την άσκηση της αγωγής και η επίδοση της αγωγής προς το Ελληνικό Δημόσιο από την οποία λαμβάνει αυτό γνώση της αμφισβήτησης. Εφόσον όμως ο νόμος, (η προαναφερθείσα διάταξη του άρθρου 21 του κ.δ. της 26.6./10.7.1994), δεν συνδέει την έννομη συνέπεια της τοκογονίας λόγω επιδικίας προς το καταψηφιστικό αίτημα της αγωγής, αλλά μόνον προς την γένεση της επιδικίας, δεν συντρέχει λόγος διαφοροποιήσεως ως προς το ζήτημα τούτο της καταψηφιστικής προς την αναγνωριστική αγωγή (ως τέτοιας νοουμένης και της αγωγής της οποίας το αρχικά καταψηφιστικό αίτημα περιορίσθηκε σε αναγνωριστικό), δεδομένου ότι η τελευταία δεν έχει επικουρικό χαρακτήρα έναντι της πρώτης, τέμνει δε και αυτή τη διαφορά ως προς την ύπαρξη της απαίτησης με δύναμη δεδικασμένου.
Σχόλια – Παρατηρήσεις
1.Τόκοι οφείλονται και επί μετατροπής καταψηφιστικού αιτήματος σε αναγνωριστικό
Η επίδοση της αγωγής στον εναγόμενο δεν είναι μόνο διαδικαστική πράξη, αλλά έχει και χαρακτήρα οιονεί δικαιοπραξίας οχλήσεως, που ενέχει πρόσκληση του δανειστή απευθυντέα προς τον οφειλέτη για την εκπλήρωση της παροχής, με αποτέλεσμα να τον καθιστά υπερήμερο και υπόχρεο να πληρώσει το νόμιμο τόκο υπερημερίας. Έτσι, ο μεταγενέστερος περιορισμός του αιτήματος της αγωγής αυτής από καταψηφιστικό σε αναγνωριστικό, ο οποίος συνιστά μερική παραίτηση από το δικόγραφο της, με αποτέλεσμα η αγωγή αυτή ως προς το σημείο αυτό να θεωρείται ως μη ασκηθείσα ως διαδικαστική πράξη και να μη οφείλονταιεξ αιτίας αυτής δικονομικοί τόκοι, κατά το άρθρο 346 ΑΚ, δεν συνεπάγεται και αναδρομική κατάργηση των προβλεπομένων υπό του άρθρου 345 ΑΚ εννόμων συνεπειών της υπερημερίας του εναγομένου οφειλέτη, η οποία έχει ήδη επέλθει με την επίδοση της αγωγής, και συνεπώς ο οφειλέτης οφείλει τόκους υπερημερίας (Ολ. ΑΠ 13/1994).
Διαβάστε περισσότερα εδώ
Επιθεώρηση Συγκοινωνιακού Δικαίου – Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ο Σόλων