Συνταγματικό, τόσο το Μνημόνιο ΙΙ όσο και η 6/2012 Πράξη του Υπουργικού Συμβουλίου (ΠΥΣ) που καθιέρωσαν τον περιορισμό των εγγυήσεων των απολύσεων των εργαζομένων, αποφάνθηκε η μεγάλη (πλήρης) Ολομέλεια του Αρείου Πάγου, καθώς τα περιοριστικά αυτά μέτρα αποσκοπούν, μεταξύ των άλλων, στην τόνωση της ανταγωνιστικότητας των επιχειρήσεων, ενώ είναι προαπαιτούμενα για την εκταμίευση των ενισχύσεων.
Την Ολομέλεια του Αρείου Πάγου, υπό την προεδρία της Βασιλικής Θάνου, την απασχόλησαν (κατόπιν παραπομπής από το Β1 Εργατικό Τμήμα με την υπ΄ αριθμ. 52/2015 απόφασή του), οι απολύσεις 5 εργαζομένων στο ΚΤΕΛ Χαλκιδικής (οδηγοί και εισπράκτορες) οι οποίες έγιναν μετά την ισχύ του Μνημονίου ΙΙ (νόμος 4046/2012) και στο πλαίσιο εφαρμογής του άρθρου 5 της 6/2012 Πράξης του Υπουργικού Συμβουλίου.
Με την εν λόγω ΠΥΣ καταργήθηκαν οι λεγόμενες «ρήτρες μονιμότητας» από όσους κανονισμούς εργασίας περιλαμβανόντουσαν τέτοιες ρυθμίσεις αυξημένης προστασίας των εργαζομένων από τις καταγγελίες των συμβάσεων εργασίας.
Το ΚΤΕΛ Χαλκιδικής κατά τις επίμαχες 5 απολύσεις δεν εφάρμοσε τις διατάξεις του γενικού κανονισμού προσωπικού των ΚΤΕΛ (Προεδρικό Διάταγμα 246/2006) που περιλαμβάνει «ρήτρες μονιμότητας» για την προστασία των εργαζομένων με συμβάσεις εργασίας και περιορίζει τα δικαιώματα του εργοδότη για ελεύθερη καταγγελία των συμβάσεων εργασίας.
Αντίθετα, εφήρμοσε τις εργατικές διατάξεις για τις απολύσεις (νόμοι 2012/1920 και 3198/1951) με το επιχείρημα ότι «ρήτρες μονιμότητας» του γενικού κανονισμού προσωπικού των ΚΤΕΛ έχουν καταργηθεί με την ΠΥΣ 6/2012.
Οι απολυθέντες δικαιώθηκαν από Μονομελές Πρωτοδικείο Χαλκιδικής, αλλά το ΚΤΕΛ άσκησε αναίρεση στον Άρειο Πάγο και έτσι τέθηκε το θέμα συνταγματικότητας του άρθρου 5 της ΠΥΣ 6/2012.
Τώρα η πλήρης Ολομέλεια του Αρείου Πάγου με την υπ΄ αριθμ. 11/2017 απόφασή της, έκρινε ότι τόσο το Μνημόνιο ΙΙ όσο και εν λόγω ΠΥΣ και ειδικά το άρθρο 5 αυτής το οποίο καταργεί τις «ρήτρες μονιμότητας» που προστατεύουν τους εργαζόμενους, δεν προσκρούουν στις επιταγές των άρθρων 26 και 43 του Συντάγματος.
Τα νομοθετήματα αυτά, σύμφωνα με τους αρεοπαγίτες, αποσκοπούν στην τόνωση της ανταγωνιστικότητας των επιχειρήσεων και για αυτό έγινε και η μείωση αποδοχών στον ιδιωτικό τομέα, γιατί «διαφορετικά στερεί την δυνατότητα εξυγίανσης των επιχειρήσεων μέσω της μείωσης του εργασιακού κόστους».
Σύμφωνα με τους αρεοπαγίτες πρόθεση του νομοθέτη (νόμου 4046/2012 – Μνημόνιο ΙΙ) ήταν να ισχύσουν οι ρυθμίσεις αυτές (του Μνημονίου ΙΙ) περί κατάργησης των ρητρών μονιμότητας «άμεσα ως κανόνες δικαίου της Ελληνικής έννομης τάξης, όπως προκύπτει και από την αιτιολογική έκθεση κατά την οποία, συνιστούν πλήρης κανόνες δικαίου, άμεσης εφαρμογής δεδομένου ότι οι προβλέψεις του Μνημονίου ΙΙ αποτελούν μέτρα που πρέπει να υιοθετηθούν πριν την εκταμίευση των ενισχύσεων και επιβάλλεται η άμεση ενσωμάτωσή τους στην εσωτερική έννομη τάξη».
Συνεχίζουν οι αρεοπαγίτες ότι καταργούνται δηλαδή «οι ρυθμίσεις που αποκλείουν την τακτική καταγγελία ή την καθιστούν αιτιώδη, εξαρτώντας αυτή από σπουδαίο λόγο ή από συγκεκριμένους λόγους».
Να σημειωθεί ότι 6 μέλη του Αρείου Πάγου μειοψήφησαν, εκφράζοντας εντελώς αντίθετες απόψεις. Κατόπιν αυτών, έγινε δεκτή η αίτηση αναίρεσης του ΚΤΕΛ, καθώς δεν παραβιάστηκε καμία συνταγματική διάταξη, όπως εσφαλμένα αποφάνθηκε το Μονομελές Πρωτοδικείο Χαλκιδικής και παραπέμφθηκε και πάλι η υπόθεση στο Εργατικό Τμήμα του Αρείου Πάγου για να εξετασθούν και οι υπόλοιποι αναιρετικοί λόγοι.
Δείτε την απόφαση εδώ
Επιθεώρηση Συγκοινωνιακού Δικαίου – Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ο Σόλων