Της Λαλέλας Χρυσανθοπούλου
Οι αυξήσεις τιμών στα αντασφάλιστρα αποδεικνύονται μικρότερες του αναμενόμενου κατά την περίοδο ανανεώσεων των συμβολαίων (renewals) του Ιανουαρίου 2018. Λίγο πριν την έναρξη των renewals, είχε αρχίσει να γίνεται σαφές ότι οι αυξήσεις θα ήταν κατώτερες των (μεγάλων) προσδοκιών των αντασφαλιστικών ομίλων, ορισμένοι εκ των οποίων είχαν κάνει λόγο για αυξήσεις έως και 40%.
Σύμφωνα όμως με πληροφορίες των Financial Times, η εταιρεία μεσιτών αντασφαλίσεων Willis Re κατέγραψαν αυξήσεις μόλις 7,5% -στις καλύτερες των περιπτώσεων. Σε συνέχεια των φυσικών και ανθρωπογενών καταστροφών που προκάλεσαν ασφαλισμένες ζημίες της τάξης των 136 δισ. δολ. το 2017, η αντασφαλιστική βιομηχανία έτρεφε ελπίδες για ευρείες ανατιμήσεις, τόσο στον κλάδο περιουσίας (που επηρεάστηκε περισσότερο), όσο και σε άλλους κλάδους.
Τα αντασφάλιστρα κινούνται πτωτικά εδώ και τουλάχιστον πέντε έτη, με αποτέλεσμα οι τιμές να έχουν υποχωρήσει κοντά σε ιστορικά χαμηλά επίπεδα. Οι αντασφαλιστικοί όμιλοι προσδοκούσαν ανάκαμψη σε πιο βιώσιμα επίπεδα τιμών το 2018, μετά τις καταστροφές που προκάλεσαν οι τυφώνες Harvey, Irma, Maria και άλλες φυσικές καταστροφές όπως οι δασικές πυρκαγιές στην Καλιφόρνια.
Ομως, οι ελπίδες αυτές διαψεύσθηκαν κατά την περίοδο ανανεώσεων της 1ης Ιανουαρίου. Ο αντασφαλιστικός κλάδος ανακεφαλαιοποιήθηκε πολύ ταχύτερα από οτι αναμενόταν μετά τις μεγάλες φυσικές καταστροφές του 2017. Επιπροσθέτως, ο κλάδος των εναλλακτικών κεφαλαίων (insurance-linked securities-ILS) ανακεφαλαιοποιήθηκε και αυτός και αντιμετώπισε τις ζημίες που υπέστη κατά τρόπο που τόνωσε το ενδιαφέρον των επενδυτών για το αντασφαλιστικό ρίσκο. Πρόκειται για μια εξέλιξη που παραπέμπει σε περαιτέρω ανάπτυξη της αγοράς ILS, εντείνοντας τις ανταγωνιστικές πιέσεις στους παραδοσιακούς αντασφαλιστικούς ομίλους.
Σύμφωνα με την Willis Re, οι αυξήσεις των αντασφαλίστρων στον κλάδο περιουσίας κυμαίνονται από 0% έως 7,5%. Στην αγορά-κλειδί των ΗΠΑ, οι αυξήσεις ήταν της τάξης του 2,5% και σχεδόν σε όλες τις περιπτώσεις χαμηλότερες σε σχέση με τις προσδοκίες του παρόχου της αντασφαλιστικής κάλυψης. Καταγράφηκαν πάντως και «θύλακες» υψηλότερων αυξήσεων, ιδίως σε περιοχές που επλήγησαν σφόδρα από τς πρόσφατα καταστροφικά γεγονότα, συμπεριλαμβανομένης της Καραϊβικής, όπου σε ορισμένα αντασφαλιστικά προγράμματα υπήρξαν αυξήσεις από 20% έως 40%.
Όλα αυτά επαναφέρουν στο προσκήνιο την ικανότητα των αντασφαλιστών να τιμολογούν σωστά τους κινδύνους που αναλαμβάνουν, με τις εταιρείες να πράττουν ο,τι απαιτείται για να αποτρέψουν τον κίνδυνο τα αντασφάλιστρα να υποχωρήσουν κάτω από τα επίπεδα που τους επιτρέπουν να αναλαμβάνουν κινδύνους σε μακροπρόθεσμο ορίζοντα. Στο πλαίσιο αυτό, αναμένεται ότι οι εταιρείες θα εφαρμόσουν και φέτος μέτρα μείωσης του κόστους. Οι δείκτες εξόδων παραμένουν υπερβολικά υψηλοί για τους περισσότερους αντασφαλιστικούς ομίλους ώστε να προσφέρουν στους μετόχους τις αποδόσεις που τους έχουν υποσχεθεί. Αυτό σημαίνει ότι μόνο μέσω της μείωσης των εξόδων και της ανεύρεσης τρόπων ώστε να αυξηθούν τα περιθώρια κέρδους στο underwriting μπορούν οι αντασφαλιστικοί όμιλοι να επιστρέψουν σε τροχιά διατηρήσιμης κερδοφορίας.
Φέτος άλλωστε αναμένεται να δοθεί και αυξημένη έμφαση στην τεχνολογία. To insurtech και το reinsurtech θα παραμείνουν λέξεις-κλειδιά, αλλά το βάρος θα πέσει στο πώς θα αποδώσουν οι εν λόγω επενδύσεις, δημιουργώντας νέες πηγές εσόδων.
Παρότι οι ζημίες από φυσικές καταστροφές του 2017 ανέκοψαν την πτωτική πορεία των αντασφαλίστρων, μάλλον δεν κατόρθωσαν να την αναστρέψουν πλήρως. Το κατά πόσο τα αντασφάλιστρα θα σταθεροποιηθούν φέτος και στη συνέχεια είναι κρισιμος παράγοντας για την ικανότητα των εταιρειών να διατηρήσουν την κερδοφορία τους και την απόδοση ιδίων κεφαλαίων.