Η τριπλή πρόκληση των ασφαλιστικών εταιρειών, οι επενδύσεις σε τιτλοποιημένα δάνεια και ο μεγάλος κίνδυνος από την αύξηση των επιτοκίων
Λαλέλα Χρυσανθοπούλου
Μια τριπλή πρόκληση έχουν μπροστά τους οι ευρωπαϊκές ασφαλιστικές εταιρείες, καθώς καλούνται να βρουν τη «χρυσή τομή» μεταξύ της ικανοποίησης των αυξημένων κεφαλαιακών απαιτήσεων που θέτει η –υπό αναθεώρηση– Οδηγία Solvency II, της προσπάθειάς τους για εξασφάλιση ικανοποιητικών αποδόσεων σε μεγάλες διάρκειες, προκειμένου να μειώσουν τις αποκλίσεις στους χρονικούς ορίζοντες του ενεργητικού και των υποχρεώσεών τους, και της αντιμετώπισης του, άρτι επανεμφανισθέντος, κινδύνου της αύξησης των επιτοκίων. Ο τελευταίος αυτός κίνδυνος εγείρει νέες προκλήσεις για τη διαχείρισή του, με δεδομένο το υψηλό ποσοστό που καταλαμβάνουν τα ομόλογα στα χαρτοφυλάκια των ασφαλιστικών.
Το νέο τοπίο που διαμορφώνεται «σκιαγραφεί» σε ειδική μελέτη ο ολλανδικός όμιλος ING, προτείνοντας λύσεις για την αποκλιμάκωση των πιέσεων που προκαλεί αυτό το «κοκτέιλ». «Με υπό διαχείριση κεφάλαια που υπερβαίνουν τα 10 τρισ. ευρώ, οι ασφαλιστικές εταιρείες είναι οι μεγαλύτεροι θεσμικοί επενδυτές στην Ευρώπη. Ιστορικά, η σύνθεση των επενδυτικών τους χαρτοφυλακίων παρέμενε σχετικά σταθερή, με το μεγαλύτερο μέρος να καταλαμβάνεται από τα ομόλογα.
Σύμφωνα με στοιχεία του European Capital Markets Institute (για το 2020), τα ομόλογα αναλογούν στο 64% της «πίτας» των επενδυτικών χαρτοφυλακίων, ποσοστό που κατανέμεται σχεδόν ισόποσα μεταξύ κρατικών και εταιρικών ομολόγων. Το ποσοστό των μετοχών ανέρχεται στο 15% (με τις εταιρείες γενικών ασφαλίσεων να διατηρούν μεγαλύτερα μετοχικά χαρτοφυλάκια από τους ασφαλιστικούς ομίλους ζωής) και το υπόλοιπο κατανέμεται μεταξύ ρευστών διαθεσίμων, εναλλακτικών επενδύσεων, δανείων και real estate».
Αν και τα διαθέσιμα στοιχεία είναι περιορισμένα, σύμφωνα πάντα με την ING, το τελευταίο διάστημα καταγράφεται μια τάση αύξησης του κινδύνου (re-risking) στα χαρτοφυλάκια των ασφαλιστικών, με μείωση του ποσοστού των ομολόγων προς όφελος άλλων στοιχείων ενεργητικού. «Το τρέχον μείγμα δεν είναι απαραίτητα το βέλτιστο για να καλύψει τις ανάγκες των ασφαλιστικών» σημειώνει ο ολλανδικός όμιλος. «Μιλώντας γενικά, οι αποδόσεις των κατά Solvency κεφαλαίων τείνουν να είναι χαμηλές, το duration gap (σ.σ. χάσμα διαρκειών μεταξύ των στοιχείων ενεργητικού και παθητικού) παραμένει σχετικά ευρύ για πολλούς ομίλους και υπάρχει υψηλή αβεβαιότητα για την τάση του re-risking, καθώς ελλοχεύει ο κίνδυνος για πρόσθετες κεφαλαιακές δεσμεύσεις.
Εναλλακτικές επενδύσεις
«Και τι μπορούν να κάνουν οι εταιρείες για να ισορροπήσουν τις κεφαλαιακές απαιτήσεις, τις αποδόσεις και τον επιτοκιακό κίνδυνο;» διερωτάται η ING. Μία από τις απαντήσεις θα μπορούσε να είναι η τοποθέτηση σε ποιοτικές εναλλακτικές επενδύσεις μεγάλης διάρκειας, που αντιμετωπίζουν το θέμα του duration gap χωρίς να επιβαρύνουν τις κεφαλαιακές απαιτήσεις κατά Solvency II.
Παράδειγμα μιας τέτοιας μακροπρόθεσμης επένδυσης είναι τα τιτλοποιημένα στεγαστικά δάνεια, που έχουν χαμηλό δείκτη SCR (Solvency Capital Requirement) και σχετικά χαμηλό βαθμό κινδύνου (ιδίως σε χώρες με χαμηλά ποσοστά μη αποπληρωμής).
Σημαντικές ευκαιρίες εμφανίζονται και στον κλάδο υποδομών, μέσω τοποθετήσεων σε κλάδους όπως η παραγωγή και μεταφορά ενέργειας και οι μεταφορές (οδικοί άξονες, λιμάνια, αεροδρόμια). Είναι ενδεικτικό το ότι, σύμφωνα με πρόσφατη έρευνα της McKinsey, οι διεθνείς ανάγκες για έργα υποδομής εκτιμώνται σε 60 τρισ. δολ., ανοίγοντας «πεδίο δόξης λαμπρόν» για τις ασφαλιστικές εταιρείες. Και αυτές οι επενδύσεις χαρακτηρίζονται συνήθως από μεγάλη διάρκεια, πολλές δε εξ αυτών έχουν τη «σφραγίδα» της βιωσιμότητας (π.χ. τοποθετήσεις σε έργα ΑΠΕ), οι αποδόσεις τους δεν σχετίζονται με αυτές των αγορών ενώ προσφέρουν και σταθερές ταμειακές ροές.
Τέλος, μια άλλη κατηγορία εναλλακτικών επενδύσεων είναι τα μη αξιολογημένα δάνεια και ομόλογα, τα οποία διενεργούνται μέσω ιδιωτικής τοποθέτησης. Στις ΗΠΑ είναι πολύ διαδεδομένα, στην Ευρώπη η λειτουργία της εν λόγω αγοράς προβλέπεται μεν από το Σχέδιο για Ενοποίηση των Αγορών Κεφαλαίων (στο πλαίσιο της χρηματοδότησης μικρομεσαίων επιχειρήσεων από εναλλακτικές πηγές και τον περιορισμό της εξάρτησης από την τραπεζική χρηματοδότηση), αλλά μόνο στη Γερμανία (κυρίως) και στη Γαλλία έχουν ωριμάσει οι συνθήκες.
Ορισμένοι παράγοντες της αγοράς επισημαίνουν το πρόβλημα της περιορισμένης εμπορευσιμότητας, καθώς η δευτερογενής αγορά για τους εν λόγω τίτλους είναι πολύ ρηχή και οι περισσότερες αγοραπωλησίες γίνονται εξωχρηματιστηριακά. Ωστόσο, αυτό δεν αποτελεί μεγάλο πρόβλημα για τις ασφαλιστικές εταιρείες, καθώς τείνουν να διακρατούν τους τίτλους που αγοράζουν μέχρι τη λήξη τους και η περιορισμένη εμπορευσιμότητα συνοδεύεται με premium στην απόδοση που μπορεί να φτάσει και τις 250 μονάδες βάσης, σύμφωνα με εκτιμήσεις της ΝΝ.
Από την άλλη πλευρά, ένα μεγάλο πλεονέκτημα αυτών των επενδύσεων είναι ότι είναι εξατομικευμένες, επομένως επιτρέπουν στις ασφαλιστικές να «κλειδώνουν» ελκυστικές αποδόσεις σε διάφορα νομίσματα και διάρκειες. Επίσης, καθώς δεν είναι διαπραγματεύσιμοι τίτλοι, δεν απαιτείται τακτική αποτίμησή τους σε τιμές αγοράς (mark-to-market), κάτι που σημαίνει ότι η αξία τους εμφανίζει λιγότερη μεταβλητότητα σε σχέση με άλλες επενδύσεις.
Το «φάντασμα» της αύξησης των επιτοκίων
Τέλος, όπως προαναφέρθηκε, ένας νέος «πονοκέφαλος» για τις ασφαλιστικές είναι η προοπτική αύξησης των επιτοκίων, καθώς ο πληθωρισμός εμφανίζει διεθνώς έντονα αυξητικές τάσεις.
Με δεδομένη την υψηλή συμμετοχή των ομολόγων στα χαρτοφυλάκια των ασφαλιστικών, είναι προφανείς οι δυνητικές παρενέργειες από το άνοιγμα ενός κύκλου αύξησης των επιτοκίων, μετά από μια παρατεταμένη περίοδο μηδενικών-χαμηλών επιτοκίων.
Όπως επισημαίνει η ING, υπάρχουν δύο κύριες μέθοδοι αντιστάθμισης του επιτοκιακού κινδύνου: Ο πρώτος είναι μέσω ομολόγων και δανείων κυμαινόμενου επιτοκίου και ο δεύτερος μέσω της χρήσης παραγώγων χρηματοοικονομικών προϊόντων (swaps κ.λπ.). Είναι πάντως αξιοσημείωτο το γεγονός ότι ο βαθμός ανησυχίας των ευρωπαϊκών ασφαλιστικών εταιρειών για τον επιτοκιακό κίνδυνο ποικίλλει:
- Η ολλανδική Aegon παραδέχεται ότι τόσο το ενεργητικό όσο και το παθητικό της είναι εκτεθειμένα στον εν λόγω κίνδυνο και ότι η προοπτική απότομης αύξησης των επιτοκίων την ανησυχεί.
- Η ΝΝ ισχυρίζεται ότι το χαρτοφυλάκιό της έχει περιορισμένη ευαισθησία στις μεταβολές των επιτοκίων.
- Η γερμανική Allianz αναγνωρίζει τους κινδύνους που απορρέουν από τις μεταβολές των επιτοκίων, τους οποίους αμβλύνει διά της αύξησης της διάρκειας των επενδύσεών της.
- Τέλος, η ιταλική Generali εξακολουθεί να προβληματίζεται για το περιβάλλον χαμηλών επιτοκίων.
Εν είδει συμπεράσματος, η ΙΝG σημειώνει ότι «ήδη αρκετές ασφαλιστικές εταιρείες χρησιμοποιούν διάφορα εργαλεία για την άμβλυνση του επιτοκιακού κινδύνου. Παρότι ορισμένες εξακολουθούν να εστιάζουν στο θέμα των χαμηλών επιτοκίων, άλλες προετοιμάζονται για επερχόμενες αυξήσεις. Αν και η διαχείριση των χαρτοφυλακίων είναι δυναμική διαδικασία, ίσως να απαιτηθεί κάποιος χρόνος για να προσαρμόσουν το μείγμα των επενδύσεών τους στο νέο περιβάλλον…».
από το περιοδικό Insurance World