Δυσάρεστα αλλά πολύτιμα στοιχεία για την κατάσταση της Υγείας των κατοίκων της χώρας και των δομών περίθαλψης, ύστερα από 6 χρόνια οικονομικής κρίσης, προσφέρει διπλή έρευνα (διάρκειας 8 μηνών) της διαΝΕΟσις, σε συνεργασία με το Ινστιτούτο Κοινωνικής και Προληπτικής Ιατρικής, και με το συντονισμό του καθηγητή Κοινωνικής και Προληπτικής Ιατρικής της Ιατρικής Σχολής του ΕΚΠΑ Γιάννη Τούντα.
Πληθυσμιακά καταγράφεται σημαντική μείωση, εκρηκτική είναι η αύξηση της νοσηρότητας και της κατάθλιψης, ενώ μάλλον δεν αποτελεί έκπληξη ότι οι δημόσιες δαπάνες υγείας έχουν δεχθεί σοβαρό πλήγμα, όπως καταγράφει η έρευνα με τίτλο «Μια χαρτογράφηση της κατάστασης της υγείας των Ελλήνων και των δομών υγείας της χώρας – Ινστιτούτο Κοινωνικής και Προληπτικής Ιατρικής», που συμπληρώνει την ποσοτική έρευνα για την «Υγεία των Ελλήνων στην κρίση», που περιλαμβάνει τα αποτελέσματα της Hellas Health VI (εδώ).
Λιγότεροι και φτωχότεροι οι Έλληνες…
Οι πολίτες αυτής της χώρας έγιναν φτωχότεροι κατά 40% από το 2008 στο 2015. Επιπλέον, όμως, η οικονομική κρίση μοιάζει να βρίσκεται πίσω από μια σημαντική μείωση του πληθυσμού, κατά 250.000 άτομα, από το 2010 και μετά, καθώς εκτιμάται ότι αποτελεί δομικό αίτιο μείωσης της γονιμότητας και αύξησης της μετανάστευσης. Έτσι, το 2014 οι γεννήσεις μειώθηκαν κατά 2,1% σε σχέση με την προηγούμενη χρονιά, με το 2013 να αποτελεί την πρώτη χρονιά που ο αριθμός τους έπεσε κάτω από τις 100.000 ετησίως (από το 1932 που τηρούνται αρχεία). Την ίδια ώρα, για πρώτη φορά από τη δεκαετία του ’70, η χώρα κατέγραψε αρνητική «καθαρή μετανάστευση» (περισσότεροι Έλληνες έφυγαν στο εξωτερικό από τους μετανάστες που ήρθαν εκείνη την περίοδο, πριν την έναρξη των μεγάλων προσφυγικών ροών δηλαδή).
… αλλά και με κακή υγεία
Η κακή οικονομική κατάσταση συνοδεύεται από σημαντική επιδείνωση της υγείας του πληθυσμού. Συγκεκριμένα, το ποσοστό των Ελλήνων που δήλωσαν ότι πάσχουν από κάποιο χρόνιο πρόβλημα υγείας ή χρόνια πάθηση αυξήθηκε κατά 24,2% από το 2009 στο 2014, ενώ η αυτοναφερόμενη νοσηρότητα αυξήθηκε κατά 29% το 2015. Η υπερχοληστερολαιμία και η αρτηριακή υπέρταση φαίνεται να κατέχουν τις πρώτες θέσεις σταθερά.
Μάλιστα, το 2014 εκτινάχθηκε ο αριθμός των ατόμων που δήλωσαν πως υποφέρουν από κατάθλιψη, με το ποσοστό να ανέρχεται σε 4,7% του πληθυσμού, αυξημένο κατά 80,8% σε σχέση με το ποσοστό του 2009! Κυρίως πρόκειται για γυναίκες (7 στους 10).
Παράλληλα, «σκαρφάλωσε» και η κατανάλωση αντικαταθλιπτικών, κατά 35%, από το 2006 μέχρι το 2011, ενώ την περίοδο της κρίσης καταγράφηκε και άνοδος των αυτοκτονιών κατά 5%-7%, με την αύξηση να σημειώνεται από το 2010 και μετά, αν και παραμένει αρκετά χαμηλότερα συγκριτικά με το μέσο όρο των χωρών του ΟΟΣΑ.
Την ίδια ώρα, οι Έλληνες πολίτες βρίσκουν όλο και περισσότερα εμπόδια στην πρόσβαση σε υπηρεσίες υγείας, με τη διαφορά από τον μέσο όρο της ΕΕ να έχει διευρυνθεί ακόμη περισσότερο μετά το 2010.
Η ασφαλιστική κάλυψη για την υγεία το 2013 έχει μειωθεί κατά 21% τα χρόνια της κρίσης και, σύμφωνα με την έρευνα, «ποσοστό 22% δήλωσε ότι έχει πρόβλημα στην πρόσβαση στο δημόσιο σύστημα υγείας με κύριο αναφερόμενο φραγμό το οικονομικό κόστος. Κατά το 2014, χρειάστηκαν και δεν είχαν την οικονομική δυνατότητα να λάβουν ιατρική φροντίδα ή θεραπεία το 13,9% του πληθυσμού ηλικίας 15 ετών και άνω».
Οικονομικά της ελληνικής υγείας
Η κρίση «βούλιαξε» τις δαπάνες για την Υγεία, όπως έχει επισημανθεί επανειλημμένως. Συγκεκριμένα, δεδομένου του πλήγματος που δέχθηκε το ΑΕΠ, το ποσοστό που αντιστοιχεί στην Υγεία καταβαραθρώθηκε. Ο προϋπολογισμός για την υγεία την περίοδο 2010-2014 μειώθηκε κατά περίπου 60%, με αποτέλεσμα, όπως τονίζει η έρευνα, σήμερα το σύστημα υγείας να υποχρηματοδοτείται, «αφού η Συνολική Δαπάνη Υγείας για το 2015 ήταν 15 δισ. ευρώ, η δημόσια δαπάνη υγείας 9,5 δισ. ευρώ και η ιδιωτική δαπάνη υγείας 5,5 δισ. ευρώ, με αποτέλεσμα η δημόσια δαπάνη για την υγεία να μην ξεπερνά το 5% του ΑΕΠ, ποσοστό που υπολείπεται σημαντικά από το αντίστοιχο άλλων ανεπτυγμένων χωρών».
Ραγδαία ήταν η μείωση της φαρμακευτικής δαπάνης από το 2009 και μετά. Όπως αναφέρεται στην έρευνα, «στη διάρκεια της οικονομικής κρίσης υπήρξε σημαντική μείωση της συνολικής φαρμακευτικής δαπάνης, κυρίως της δημόσιας, η οποία, από 5,3 δισ. ευρώ το 2008, δεν ξεπέρασε τα 2,2 δισ. ευρώ το 2014, με αποτέλεσμα η κατά κεφαλήν δημόσια φαρμακευτική δαπάνη να είναι από το 2011 και μετά χαμηλότερη από τον μέσο όρο της Ευρωπαϊκής Ένωσης».
Η δαπάνη των νοικοκυριών για την υγεία, όμως, εκτινάχθηκε από 6,5% (2009) σε 7,2%(2014) των συνολικών δαπανών τους, οι οποίες, βέβαια, έχουν δεχθεί σημαντικό «κούρεμα» κατά τη διάρκεια της κρίσης. Σε αυτή την οικονομική πραγματικότητα ήρθε να προστεθεί η αδυναμία συγκράτησης των δαπανών του ΕΟΠΥΥ, με τα χρέη του οργανισμού να σκαρφαλώνουν διαρκώς. Μόνο μέσα στο 2015 αυξήθηκαν κατά 1 δισ. ευρώ.