Του Νίκου Σακελλαρίου
Η προχθεσινή -αναμενόμενη εν πολλοίς- αναβάθμιση της ελληνικής οικονομίας από την S&P θα έχει μεσοπρόθεσμες θετικές επιπτώσεις και στην εγχώρια ασφαλιστική αγορά. Για να δούμε την αλληλουχία των πραγμάτων, η αναβάθμιση βασίζεται και στο γεγονός ότι οι ελληνικές τράπεζες καταφέρνουν να κρατηθούν σε ικανοποιητικά επίπεδα. Από εκεί και πέρα, οι ξένοι φίλοι μας αξιολογούν και τις μεταρρυθμιστικές επιδόσεις της κυβέρνησης. Το κλείσιμο της τρίτης αξιολόγησης αποτελεί γι’ αυτούς μία ακόμη θετική ένδειξη.
Οι ασφαλιστικές εταιρείες που δραστηριοποιούνται στην Ελλάδα, σήκωσαν τα χρόνια της κρίσης μία μεγάλη δοκιμασία όχι μόνο σε επίπεδο αριθμών και χρηματοοικονομικών δεικτών, αλλά και σε επίπεδο οικονομικού περιβάλλοντος. Για παράδειγμα, στα Solvency II οι ασφαλιστικές που είχαν ελληνικά ομόλογα και καταθέσεις σε ελληνικές τράπεζες αξιολογούνταν στο 70% περίπου της αξίας του ενεργητικού τους με δικαιολογία τον αυξημένο κίνδυνο που είχαν τα ελληνικά ομόλογα και οι ελληνικές τράπεζες.
Νομίζουμε ότι πλέον και μετά την προχθεσινή αξιολόγηση, ο κίνδυνος αυτός θα τιμολογηθεί ως χαμηλότερος. Οι ελληνικές ασφαλιστικές, που επηρεάστηκαν ιδιαίτερα από τις εξελίξεις, έχουν κάθε λόγο να πάρουν «ανάσα» μετά την αναβάθμιση. Οι ξένες ασφαλιστικές στην Ελλάδα δεν θα βρίσκονται πλέον στο «μόνιτορ» των μητρικών τους και ουσιαστικά δικαιώνουν τους μητρικούς ομίλους που τους εμπιστεύθηκαν και τους άφησαν να δράσουν στην Ελλάδα της κρίσης.
Σε τεχνοκρατικό επίπεδο, εάν προχωρήσει και το θέμα της εξόδου της Ελλάδας στις αγορές ομολόγων, τότε το τέλος 2018 και το 2019 θα βρει τις ασφαλιστικές που δραστηριοποιούνται στη χώρα με σημαντικά αυξημένους δείκτες φερεγγυότητας, γεγονός που θα σημάνει αυτόματα και ανανέωση του επενδυτικού ενδιαφέροντος.
Βέβαια,ουδείς γνωρίζει πώς θα βρει τους πελάτες-ασφαλισμένους ή τους ενδιαφερόμενους η νέα χρονιά. Και αυτό είναι που φοβούνται περισσότερο τα ασφαλιστικά επιτελεία.