του Κωστή Παπαγρηγόρη
Έμπειρος τραπεζίτης, σχολιάζοντας την εξαγορά της Εθνικής Ασφαλιστικής από την Τράπεζα Πειραιώς, τονίζει με νόημα ότι «μετά από μια περίοδο δεκαπέντε ή και είκοσι ετών, οι τράπεζες “ξαναθυμούνται” τον κλάδο της ιδιωτικής ασφάλισης». Θυμίζει μάλιστα ότι, μέχρι και το πρώτο μισό της δεκαετίας του 2000, όλες οι μεγάλες τράπεζες διέθεταν θυγατρικές στον ασφαλιστικό κλάδο, οι οποίες λειτουργούσαν τόσο μέσα από δικά τους δίκτυα όσο και με τη συμβολή του –υπό ανάπτυξη τότε– bancassurance.
«Στη συνέχεια, ωστόσο, άρχισε να επικρατεί η άποψη ότι θα ήταν προτιμότερο να πουληθούν οι θυγατρικές ασφαλιστικές σε εξειδικευμένους ομίλους που ήξεραν να κάνουν καλύτερα τη δουλειά» καταλήγει.
Πίσω από τη συγκεκριμένη στρατηγική απεμπλοκής από τις ασφαλιστικές θυγατρικές, οι τράπεζες είχαν ως στόχο να εισπράξουν τα χρήματα της πώλησης, να συνεχίσουν να καρπώνονται έσοδα προμηθειών από τη δραστηριότητα του bancassurance, χωρίς να αντιμετωπίζουν επιχειρηματικό ρίσκο, και φυσικά να βελτιώσουν τους εποπτικούς δείκτες, καθώς οι μετοχές σε μια θυγατρική θα μετατρέπονταν σε μετρητά.
Το αποτέλεσμα ήταν η πώληση, αρχικά, της Alpha Ασφαλιστικής σε Ελλάδα και Κύπρο (αγοραστές η AXA και το σχήμα της Altius), ακολούθησαν, στη συνέχεια, οι θυγατρικές της Εμπορικής Τράπεζας στην Groupama και ο κύκλος έκλεισε με τις κυπριακές θυγατρικές της Marfin-Λαϊκής στη γαλλική CNP.
Στη συνέχεια, οι πωλήσεις έλαβαν υποχρεωτικό χαρακτήρα, καθώς η οικονομική κρίση προκάλεσε σοβαρά προβλήματα κεφαλαιακής επάρκειας στις τράπεζες, οι οποίες κλήθηκαν να ρευστοποιήσουν το σύνολο σχεδόν των θυγατρικών τους στην Ελλάδα και το εξωτερικό.
Στο πλαίσιο αυτό, η Eurobank διέθεσε την πλειοψηφία των μετοχών της Eurolife στην καναδική Fairfax, η Τράπεζα Πειραιώς το 30% της Ευρωπαϊκής Πίστης, η Αγροτική Ασφαλιστική πέρασε στην Ergo και η Εθνική Τράπεζα πούλησε το 90% της Εθνικής Ασφαλιστικής στους Αμερικανούς της CVC.
Από το περιοδικό ΧΡΗΜΑ