της Δήμητρας Λύχρου*
Επιχειρώντας μια εισαγωγή στο θέμα, παραθέτω ένα στοιχείο που θα μας οδηγήσει κατ’ αντιπαράθεση σε ένα αβίαστο συμπέρασμα. Η παραγωγή στον κλάδο ζωής το 2023 αυξήθηκε κατά 28%, σύμφωνα με δημοσίευση της Ένωσης Ασφαλιστικών Εταιρειών. Άρα, το ΕΣΥ στην κατάσταση που βρίσκεται, με τις τραγικές του ελλείψεις, θα έλεγε κανείς ότι ανοίγει διάπλατα τον δρόμο στην ιδιωτική ασφάλιση.
Κι όμως! Οι ακυρώσεις στο πρώτο τρίμηνο φθάνουν το 12%. Και ο λόγος είναι οι υπέρογκες αυξήσεις. Τα ασφάλιστρα που, κάθε χρόνο, αυξάνουν ξεπέρασαν αυτήν τη χρονιά το 14%, καθώς τα ιδιωτικά νοσηλευτικά ιδρύματα, έχοντας δημιουργήσει ολιγοπώλιο, επιβάλλουν στις διαπραγματεύσεις τους με τις ασφαλιστικές εταιρείες τους όρους τους, που τις υποχρεώνουν να τους αποδεχθούν, καθώς δεν έχουν εναλλακτική λύση.
Ταυτόχρονα, και σύμφωνα με έρευνα της Dianeosis, στην ελληνική αγορά, το 44% των πολιτών αδυνατούν να πληρώσουν έως και 500 ευρώ για την υγεία τους.
Εγκλωβισμένη η αγορά σε αυτήν την αδιέξοδη, όπως φαίνεται, κατάσταση, ψάχνει τις λύσεις για να κρατήσει αφενός τους πελάτες της, που αδυνατούν να αντιμετωπίσουν τις ετήσιες αυξήσεις, αλλά και αφετέρου να προσελκύσει νέους, που και πάλι δεν μπορούν να ανταποκριθούν, καθώς η επιβολή ΦΠΑ με 24% διατηρείται, με αποτέλεσμα να επιβαρύνονται οι αποζημιώσεις και να μεταφέρεται το «καπέλο» αυτό στα ασφάλιστρα, εμποδίζοντας τον εξορθολογισμό τους.
Αντί, λοιπόν, να καταφέρουμε να προωθήσουμε νέα οικονομικά προϊόντα, που να μπορούν, υπό αυτές τις δύσκολες οικονομικές συνθήκες, να αγκαλιάσουν οικονομικά ασθενέστερες τάξεις και ηλικίες, βρισκόμαστε αντιμέτωποι με μια κατάσταση που φαίνεται αδιέξοδη και που απομακρύνει πιστούς και μακροχρόνιους πελάτες.
Ένα γαϊτανάκι αλυσιδωτών αντιδράσεων, που φέρνει σε απόγνωση τους ασφαλισμένους, που εμπιστεύτηκαν, τόσα χρόνια, τη ζωή και την υγεία τους στην ασφαλιστική τους εταιρεία, που μπορεί να μη χρειάστηκαν ποτέ να χρησιμοποιήσουν το ασφαλιστήριό τους και τώρα που βρίσκονται σε μια ηλικία που δεν πρέπει να διακόψουν τα ασφαλιστήριά τους, αλλά αδυνατούν να αντιμετωπίσουν τις υπέρογκες αυξήσεις και αναγκάζονται σε διακοπή.
Είναι πολύ λυπηρό και άδικο πελάτες που προνόησαν και πίστεψαν στην ιδέα της ασφάλισης να υποχρεώνονται, σήμερα, να ακυρώσουν τα ασφαλιστήριά τους.
Αυτό υπονομεύει τον θεσμό και τις προσπάθειες όλων μας για την ανάπτυξή του. Βρισκόμαστε σε ένα πραγματικά επικίνδυνο σταυροδρόμι, καθώς οι εταιρείες φαίνονται ανίσχυρες να διαπραγματευθούν και οι ασφαλισμένοι αδύναμοι να αντιδράσουν.
Εμείς, ως ασφαλιστικοί διαμεσολαβητές, έχουμε εκφράσει και στην Ένωση και στην Εποπτεία την αμφισβήτησή μας στον μονόδρομο αυτών των προβληματικών διαπραγματεύσεων, καθώς βλέπουμε ότι η τιμολογιακή πολιτική των υπερτιμημένων νοσηλειών εφαρμόζεται επιλεκτικά μόνο στους ασθενείς των ιδιωτικών ασφαλιστηρίων. Μια νοσηλεία που υποστηρίζεται από ασφαλιστήριο συμβόλαιο επιβαρύνεται έως και 60% σε σχέση με τη νοσηλεία όποιου άλλου πολίτη.
Δεν γνωρίζουμε τη βάση στην οποία εδράζονται αυτές οι συμφωνίες, γιατί στοιχεία δεν μας παρέχονται, αλλά είναι τουλάχιστον απορίας άξιο πώς, ακόμη και στην περίοδο της πανδημίας, που ελάχιστη επιβάρυνση υπήρξε στα ιδιωτικά νοσηλευτήρια από πλευράς ασφαλισμένων πελατών μας, δεν κατάφεραν οι διαπραγματευτές των εταιρειών να πετύχουν μια δικαιολογημένη σοβαρή ελάφρυνση.
Επείγον μέτρο είναι, έστω και τώρα, ο επαναπροσδιορισμός των συμβάσεων. Διαφορετικά –και το έχουμε προτείνει και θα το υποστηρίξουμε–, θα πρέπει να ανασταλούν οι συμβάσεις έως ότου εξορθολογιστούν τα κόστη, να εξηγηθεί με σαφήνεια στους ασφαλισμένους ο λόγος που το επιβάλλει, να προβληθεί με κάθε τρόπο και διά του Τύπου η κοινωνική διάσταση του θέματος και να αρθεί με αυτόν τον τρόπο η αμφισβήτηση και η δυσαρέσκεια που καθημερινά βλέπουμε να ορθώνεται απέναντι στον θεσμό και τη θέση μας.
Στην περίπτωση αυτή, οι πελάτες θα αποζημιώνονται απολογιστικά, όπως γίνεται στις περιπτώσεις νοσηλείας στα μη συμβεβλημένα νοσοκομεία. Θα δούμε, λοιπόν, τότε αν η μία πλευρά έχει, όπως λέγεται, και το καρπούζι και το μαχαίρι.
Μια πράξη που θα έπρεπε να έχει γίνει… χθες θα είναι ωφέλιμη εάν γίνει έστω και σήμερα. Παράλληλα, πρέπει να γίνει κάθε προσπάθεια να καταργηθεί ο ΦΠΑ του 24%. Ένας φόρος που δεν υπήρχε στο παρελθόν, επιβλήθηκε εν μέσω μνημονίων και διατηρείται ακόμη και σήμερα, με συνέπεια να επιβαρύνει αποζημιώσεις, να διαμορφώνει αποτελέσματα και να μετακυλίεται, τελικά, στα ασφάλιστρα.
Καταλαβαίνουμε όλοι όσοι υπηρετούμε τον θεσμό ότι πρέπει να βρεθεί η χρυσή τομή, που θα διορθώσει την ισορροπία και θα επιτρέψει τη βιωσιμότητα όλων των ενδιαφερομένων.
Όμως ο νόμος 2251/94 αποδεικνύεται προβληματικός στην εφαρμογή του, καθώς προκαλεί υπέρμετρη διατάραξη της ισορροπίας σε βάρος των ασφαλισμένων, εφόσον επιτρέπει στις εταιρείες να αυξάνουν μονομερώς τα ασφάλιστρα στα μακροχρόνια ασφαλιστήρια συμβόλαια.
Για όλα τα παραπάνω εμείς έχουμε δεσμευτεί να καταβάλουμε κάθε δυνατή προσπάθεια για την εξομάλυνση της κατάστασης και να ασκήσουμε μεγάλη πίεση προκειμένου να επανέλθει η ισορροπία στην αγορά, πριν να είναι πολύ αργά. Και, κυρίως, να προστατέψουμε τα συμφέροντα των πελατών μας, αλλά και της θέσης μας, που είναι πάντα δίπλα τους, με συνεπή και δίκαιη στάση.
*Η Δήμητρα Λύχρου είναι πρόεδρος της Ένωσης Επαγγελματιών Ασφαλιστών Ελλάδος (ΕΕΑΕ)
Από το περιοδικό Insurance World (Αφιέρωμα Ασφάλιση Υγείας)