του Γιάννη Μασούτη*
Την περίοδο 2020-2022, ο προϋπολογισμός στο Πρόγραμμα Δημοσίων Επενδύσεων, μόνο για τα έργα αποκατάστασης ζημιών από φυσικές καταστροφές, ξεπέρασε τα 2,1 δισ. ευρώ. Το 2023, το κόστος των ζημιών που προκάλεσαν οι πλημμύρες στη Θεσσαλία εκτιμάται ότι υπερβαίνει τα 2 δισ. ευρώ –τουλάχιστον τριπλάσιο σε σχέση με την περίπτωση της κακοκαιρίας Ιανός–, ενώ σε αυτά πρέπει να προστεθεί και το κόστος των ζημιών από τις πυρκαγιές.
Για την άμεση κάλυψη των αναγκών στις πληγείσες περιοχές –πρώτη αρωγή και αγροτικές αποζημιώσεις, επισκευές και βελτιώσεις υποδομών– χρειάστηκε η κατάθεση συμπληρωματικού προϋπολογισμού 600 εκατ. ευρώ για το 2023. Προβλέπεται, παράλληλα, να ανακατευθυνθούν πόροι του ΕΣΠΑ 2014-2020, του Ταμείου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας και του ΕΣΠΑ 2021-2027 για την αποκατάσταση των υποδομών.
Από το 2024 και στο εξής, προϋπολογίζονται πόροι ύψους 600 εκατ. ευρώ στο εθνικό ΠΔΕ, ώστε να καλύπτονται οι δαπάνες κρατικής αρωγής έναντι φυσικών καταστροφών. Η ετήσια επιβάρυνση του κρατικού προϋπολογισμού, λόγω των φυσικών καταστροφών, γίνεται όλο και μεγαλύτερη, επηρεάζοντας αρνητικά το σύνολο της κοινωνίας. Γιατί, αναγκαστικά, στερεί πόρους από άλλες δημόσιες επενδύσεις, περιορίζει τις δυνατότητες για νέες φορολογικές ελαφρύνσεις και μέτρα στήριξης της αγοράς και των νοικοκυριών.
Στο επόμενο διάστημα, καθώς τα ακραία φαινόμενα θα εντείνονται, η κάλυψη των ζημιών αποκλειστικά από το κράτος θα είναι όλο και δυσκολότερη. Δεν θα πάψει, όμως, να υπάρχει ανάγκη για αποτελεσματική προστασία των επιχειρήσεων και των πολιτών.
Μια βιώσιμη και ρεαλιστική απάντηση στο πρόβλημα είναι η αξιοποίηση του συμπληρωματικού ρόλου της ιδιωτικής ασφάλισης στην αποκατάσταση των ζημιών από φυσικές καταστροφές. Είναι αλήθεια ότι, στη χώρα μας, η διείσδυση της ιδιωτικής ασφάλισης είναι ιδιαίτερα χαμηλή, σε όλους τους κλάδους. Είναι χαρακτηριστικό το ότι στην Ελλάδα είναι ασφαλισμένο μόλις το 16% των κατοικιών, ενώ ο ευρωπαϊκός μέσος όρος ξεπερνά το 70%.
Η κατάσταση αυτή πρέπει να αλλάξει με κατάλληλες παρεμβάσεις και κίνητρα από την πλευρά της Πολιτείας. Οι αποφάσεις της κυβέρνησης για μείωση του ΕΝΦΙΑ στις ασφαλισμένες κατοικίες, αλλά και για υποχρεωτική ασφάλιση περιουσίας για μεσαίες και μεγάλες επιχειρήσεις, με ετήσιο τζίρο άνω των 2 εκατ. ευρώ, είναι στη σωστή κατεύθυνση.
Αναμένουμε, στο επόμενο διάστημα, περαιτέρω ενίσχυση των κινήτρων, με ιδιαίτερη έμφαση στην ενθάρρυνση και τη διευκόλυνση των μικρομεσαίων επιχειρήσεων.
Αν θέλουμε να θωρακίσουμε αποτελεσματικά την οικονομία και την κοινωνία μας ενάντια στους κινδύνους της κλιματικής αλλαγής, η Πολιτεία θα πρέπει να πάψει να υποκαθιστά τον ρόλο της ιδιωτικής ασφάλισης.
Το κράτος οφείλει να φροντίσει για την προσαρμογή των υποδομών της χώρας, για την ενίσχυση των μηχανισμών πρόληψης και πολιτικής προστασίας, αλλά και, ευρύτερα, για τη χρηματοδότηση ενός μοντέλου ανάπτυξης το οποίο θα είναι περισσότερο ανθεκτικό στις φυσικές καταστροφές. Οφείλει, επίσης, να εξασφαλίσει έναν βασικό μηχανισμό άμεσης αρωγής, ιδιαίτερα για τους πλέον ευάλωτους.
Ο ιδιωτικός τομέας μπορεί, και πρέπει, να αναλάβει τον επικουρικό ρόλο που του αναλογεί στην προστασία και την αποκατάσταση των περιουσιακών στοιχείων των πολιτών και των επιχειρήσεων, παρέχοντας αξιόπιστες λύσεις, με ρεαλιστικό κόστος και ξεκάθαρους όρους όσον αφορά τις καλύψεις και τις ενδεχόμενες αποζημιώσεις.
Μπορεί, επίσης, να συνεργαστεί και να υποστηρίξει τον σχεδιασμό της Πολιτείας, συνεισφέροντας την εξειδικευμένη τεχνογνωσία και τα εργαλεία που διαθέτει στη διαχείριση κινδύνων.
Η κλιματική αλλαγή δεν είναι πλέον μια μακρινή απειλή, αλλά πραγματικότητα που επηρεάζει όλους μας. Επιβάλλει να προετοιμαστούμε σωστά και να υπερβούμε στερεότυπα και αντιλήψεις του παρελθόντος. Η υιοθέτηση μιας νέας κουλτούρας, η οποία στηρίζεται στη συμπληρωματικότητα, και η συνεργασία μεταξύ του δημόσιου και του ιδιωτικού τομέα είναι πλέον μονόδρομος.
*Ο Γιάννης Μασούτης είναι πρόεδρος του Εμπορικού και Βιομηχανικού Επιμελητηρίου Θεσσαλονίκης και πρόεδρος της Κεντρικής Ένωσης Επιμελητηρίων Ελλάδος.
Από το περιοδικό Insurance World