του Δ. Γαβαλάκη Γενικού Γραμματέα Επαγγελματικού Επιμελητηρίου Αθηνών
Η μικρή επιχείρηση, ο ελεύθερος επαγγελματίας, ιδιαίτερα την περίοδο της κρίσης, ακροβατώντας ανάμεσα στα όρια της οικονομικής επιβίωσης και της προσπάθειας για ανάπτυξη, αναζητά και υλοποιεί, όλο και περισσότερο, μέτρα προστασίας της επιχείρησής του από απρόοπτους οικονομικούς κινδύνους μέσω ασφαλιστικών καλύψεων.
Άλλωστε, με δυσάρεστο τρόπο, η επικαιρότητα του τελευταίου τριμήνου απέδειξε ότι, όπου αυτή η προστασία είναι ελλιπής, μπορεί να έχει καταστροφικές συνέπειες για μία επιχείρηση.
Πολύ συχνά η προστασία αυτή των στοιχείων συνδυάζεται υποχρεωτικά με την ανάγκη μιας επιχείρησης για χρηματοδότηση ή συνέχιση της χρηματοδοτικής στήριξης από τα τραπεζικά ιδρύματα, τα οποία, ιδιαίτερα λόγω των συνθηκών στο τραπεζικό σύστημα, παρέχουν και υπηρεσίες ασφάλισης, έχοντας αναγάγει αυτή τη δραστηριότητα σε σημαντικό τομέα των εργασιών τους.
Παρότι η παροχή ασφαλιστικών υπηρεσιών είναι αλλά και οφείλει να παρουσιάζεται ξεκάθαρα ως μια απολύτως διακριτή δραστηριότητα σε σχέση με τη διάθεση των τραπεζικών υπηρεσιών, ακόμη και στις περιπτώσεις που συμβατικά απαιτείται, συχνά παρατηρείται το φαινόμενο να υπονοείται ως υποχρεωτική η προτεινόμενη επιλογή, από τα τραπεζικά ιδρύματα, ασφαλιστικής εταιρίας και κάλυψης. Ακόμη, δε, περισσότερο να αναγνωρίζεται ως θετικό στοιχείο στη συναλλαγή του επιχειρηματία – επαγγελματία με την τράπεζα, κατά τη διερεύνηση της έγκρισης άλλων τραπεζικών υπηρεσιών, η σύναψη ακόμη και προσωπικών ασφαλίσεων μέσω του τραπεζικού ιδρύματος.
Η εγκύκλιος 462/14=5-2013 της Τράπεζας της Ελλάδος προβλέπει ξεκάθαρα, ότι στις περιπτώσεις που απαιτείται υποχρεωτικά η ασφάλιση για την απόκτηση τραπεζικής υπηρεσίας, η επιλογή της ασφαλιστικής εταιρίας, του ασφαλιστικού διαμεσολαβητή και των καλύψεων αποτελεί απόλυτο δικαίωμα του επιχειρηματία – επαγγελματία.
Όλα τα παραπάνω είναι προφανές ότι μπορεί να έχουν σημαντική επίπτωση τόσο στα οικονομικά της μικρομεσαίας επιχείρησης, αφού της στερείται, έμμεσα, η δυνατότητα αναζήτησης του οικονομικότερου πακέτου καλύψεων όσο και στο εύρος της ασφαλιστικής κάλυψης, που είναι τόσο πολύτιμη τη στιγμή της επέλευσης του κινδύνου. Η έλλειψη εξειδικευμένης συμβουλής και επιλογών δεν βοηθά τον επιχειρηματία – επαγγελματία να αναζητήσει την απαιτητή ισορροπία κόστους – καλύψεων.
Η εκ νέου αυξανόμενη εμφάνιση αναφορών επαγγελματιών και επιχειρηματιών προς το Επαγγελματικό Επιμελητήριο Αθηνών για πρακτικές που εντάσσονται στο προαναφερόμενο πλαίσιο, μας οδηγεί για άλλη μια φορά να τονίσουμε όχι μόνο το δικαίωμά τους για ελεύθερη επιλογή ασφάλισης, όπου απαιτείται από τις συμβάσεις των τραπεζικών προϊόντων, αλλά και την αξία της αναλυτικής διερεύνησης -για κάθε είδος ασφάλισης- όλων των διαθέσιμων επιλογών με επίκεντρο την πληρότητα της ασφαλιστικής παροχής με τον οικονομικότερο δυνατό τρόπο.