νομικά βιβλία, νόμος, νομοθεσία

Εξαίρεση ασφαλιστικής κάλυψης ιδιοκτήτη οχήματος (άρθρ.7 του Ν. 489/76)

Η υποχρεωτική ασφαλιστική κάλυψη του παθόντος σε τροχαίο ατύχημα – Οι προστατευτικές διατάξεις του ενωσιακού δικαίου και η απαξίωσή τους στην ελληνική έννομη τάξη

Η Εξαίρεση από την ασφάλιση των προσώπων του άρθρου 7 του Ν. 489/76 (Οδηγός-Κύριος-Κάτοχος-Ασφαλισμένος κλπ. του ζημιογόνου αυτοκινήτου)  – Με αφορμή την υπ’αριθ. 461/2017 απόφαση του Δ΄ Πολιτικού Τμήματος του Αρείου Πάγου

Υπό Γεωργίου Αμπατζή

Δικηγόρου ε.τ.

(Δημοσιεύεται στην Επιθεώρηση Συγκοινωνιακού Δικαίου τεύχος Ιανουάριος 2018).

ΠΕΡΙΛΗΨΗ ΚΑΙ ΔΙΑΓΡΑΜΜΑ ΜΕΛΕΤΗΣ

Η σχολιαζόμενη απόφαση καλείται να λύσει το πρόβλημα της σύγκρουσης μεταξύ συγκεκριμένων διατάξεων του ενωσιακού δικαίου (αρθρ. 1 εδαφ. 1 της Τρίτης Κοινοτικής Οδηγίας) και του εθνικού δικαίου (αρθρ. 7 του Ν. 489/76), που αφορά την ασφαλιστική κάλυψη των παθόντων σε τροχαίο ατύχημα όταν αυτοί έχουν μία από τις ιδιότητες που αναφέρονται πάρα πάνω. Η απόφαση αυτή διαπιστώνει κατ’αρχήν τον συγκρουσιακό χαρακτήρα μεταξύ των δύο αυτών ρυθμίσεων (παρ. ΙΙΙ α της μελέτης) και παραθέτει ακολούθως τις διατάξεις των κρίσιμων κοινοτικών οδηγιών από τις οποίες προκύπτει ότι η ασφαλιστική κάλυψη πρέπει να περιλαμβάνει όλους τους επιβάτες χωρίς καμία εξαίρεση (παρ. ΙΙΙ β) και τις αποφάσεις του ΔΕΕ, με τις οποίες επιβεβαιώνεται από τη νομολογία αυτού του δικαστηρίου η πάρα πάνω αρχή (παρ. ΙΙΙ γ). Ενώ λοιπόν θα περίμενε κανείς, ως λογική συνέπεια των πάρα πάνω αναφορών της, η απόφαση αυτή να μην εφαρμόσει τη διάταξη του εθνικού μας δικαίου αλλά εκείνη της Τρίτης κοινοτικής οδηγίας, υποβοηθούμενη προς τούτο και από την πρόσφατη νομολογία της Ολομέλειας του Αρείου Πάγου (παρ. ΙΙΙ δ), προχώρησε στην άρση της σύγκρουσης με επιλογή και εφαρμογή του εθνικού μας δικαίου. Ως αιτιολογία στην απόφαση αναφέρεται ότι η σχετική κοινοτική οδηγία δεν μπορεί να εφαρμοσθεί κατά του Επικουρικού Κεφαλαίου, λόγω του περιορισμού του «οριζόντιου» αποτελέσματός της, της εφαρμογής της δηλαδή μόνο έναντι του κράτους («κάθετο αποτέλεσμα») και όχι και κατά του ΕΚ, το οποίο είναι Νομικό Πρόσωπο Ιδιωτικού Δικαίου. Με την κρίση της αυτή η εν λόγω απόφαση έρχεται σε ευθεία αντίθεση προς τη νομολογία τόσο της Ολομέλειας του Αρείου Πάγου (αποφάσεις 10/2013, 4/2017 και 5/2017) όσο και του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης- υπόθεση Foster και υπόθεση Skandia (παρ. ΙΙΙ ε). Αναλύεται ακολούθως η υποχρέωση που είχε το δικαστήριο αυτό να υποβάλει προδικαστικό ερώτημα προς το ΔΕΕ για την ερμηνεία της σχετικής κοινοτικής οδηγίας με βάση τις ρυθμίσεις της ενωσιακής νομοθεσίας και τις θέσεις της νομολογίας του ΔΕΕ (παρ. IV). Τέλος αναφέρονται οι συνέπειες που επέρχονται στην πράξη από τις θέσεις που υιοθέτησε η σχολιαζόμενη απόφαση (παρ. V).  

Ι. Εισαγωγή

Ένα μεγάλο πρόβλημα που φέρνει στην επικαιρότητα η υπ’αριθ. 461/2017 απόφαση του Δ΄Τμήματος του Αρείου Πάγου είναι το πώς θα διασφαλισθεί η μεταχείριση του έλληνα πολίτη από την ελληνική έννομη τάξη, έτσι ώστε αυτή να ανταποκρίνεται στους κανόνες του δικαίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Αυτό ισχύει ιδιαίτερα στον ευαίσθητο τομέα της προστασίας εκείνων οι οποίοι υφίστανται ζημία από αυτοκινητικά ατυχήματα. Το βασικό αίτημα είναι να εξομοιωθεί ο έλληνας με τον ευρωπαίο πολίτη των υπολοίπων κρατών μελών της Ένωσης. Πρόκειται ακριβώς για την περίπτωση της εφαρμογής και στην Ελλάδα του «κοινοτικού κεκτημένου», το οποίο έχει αποδεχθεί η χώρα μας με την ένταξή της στην Ένωση. Σαν τέτοιο νοείται, σύμφωνα με τις πάγιες διακηρύξεις της Ευρωπαϊκής Ένωσης, το κοινό υπόβαθρο των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων που συνδέει το σύνολο των κρατών μελών της Ένωσης και περιλαμβάνει, μεταξύ των άλλων, τη νομοθεσία που έχει εκδοθεί σε εφαρμογή των συνθηκών και τη νομολογία του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης (εφεξής ΔΕΕ). Η παρατήρηση αυτή γίνεται διότι ο κοινός νομοθέτης της χώρας μας έχει θεσπίσει στον τομέα της υποχρεωτικής ασφάλισης της αστικής ευθύνης από αυτοκινητικά ατυχήματα, διατάξεις οι οποίες έρχονται σε αντίθεση με το δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Ενδεικτικά αναφέρουμε τη διάταξη του άρθρου 7 του Ν. 489/1976, με την οποία εξαιρέθηκε μία μεγάλη κατηγορία πολιτών από την προστασία της ασφαλιστικής κάλυψης, τη διάταξη του άρθρου 19 παρ. 5 του ίδιου νόμου, με την οποία μετακυλίεται η υποχρέωση αποζημίωσης των φορέων κοινωνικής ασφάλισης αποκλειστικά στον ασφαλισμένο όταν υπόχρεο είναι το Επικουρικό Κεφάλαιο (εφεξής ΕΚ) και τη διάταξη του άρθρου 4 του Νόμου 4092/2012, με την οποία επέρχονται ποσοτικοί περιορισμοί στην αποζημίωση και στη χρηματική ικανοποίηση όταν υπόχρεο προς πληρωμή είναι το ΕΚ. Οι πάρα πάνω διατάξεις της ελληνικής νομοθεσίας, οι οποίες θεσπίσθηκαν από τον έλληνα νομοθέτη για την εξυπηρέτηση προφανώς οικονομικών συμφερόντων των φορέων της ιδιωτικής ασφάλισης και εις βάρος των συμφερόντων των ασφαλισμένων[1], έρχονται σε άμεση αντίθεση με τις σχετικές διατάξεις των Κοινοτικών Οδηγιών, με αποτέλεσμα να διασαλεύεται η ομαλή συνεργασία της ελληνικής έννομης τάξης με το νομοθετικό καθεστώς της Ένωσης. Ειδικώτερα με τις ρυθμίσεις του εθνικού μας δικαίου ο κοινός νομοθέτης έρχεται σε άμεση αντίθεση τόσο με τη συνθήκη για την Ευρωπαϊκή Ένωση, με την οποία εκχωρήθηκαν με τη συναίνεση του ελληνικού κράτους δικαιώματα στα όργανα της Ένωσης, όσο και με το άρθρο 28 παρ. 1 του Συντάγματος, το οποίο προσδίδει υπερνομοθετική ισχύ στις διεθνείς συμβάσεις οι οποίες επικυρώνονται με νόμο. Αυτό τονίζεται ιδιαίτερα στην ερμηνευτική δήλωση που έχει τεθεί στο πάρα πάνω άρθρο του Συντάγματος, σύμφωνα με την οποία οι διατάξεις του εν λόγω άρθρου αποτελούν το θεμέλιο για τη συμμετοχή της χώρας μας στις διαδικασίες της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης. Το σύστημα λειτουργίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης έχει θεσμοθετήσει μηχανισμούς εναρμόνισης της εσωτερικής νομοθεσίας των κρατών μελών με εκείνη της Ένωσης. Αυτό επιτυγχάνεται με την υποχρέωση αφενός του εθνικού νομοθέτη να ενσωματώνει εγκαίρως στο δίκαιό του τις κοινοτικές οδηγίες και με τις εξουσίες αφετέρου οι οποίες παρέχονται στον εθνικό δικαστή, ο οποίος και ανάγεται, όπως χαρακτηριστικά έχει γραφεί, σε ελεγκτικό βραχίονα κρατών και οργάνων.

Πρέπει να σημειωθεί ότι η Ολομέλεια του Αρείου Πάγου με μία σειρά σχετικά πρόσφατων αποφάσεών της, οι οποίες αναφέρονται πάρα κάτω, έχει καθιερώσει τους βασικούς ερμηνευτικούς κανόνες τους οποίους οφείλει να ακολουθήσει ο έλληνας δικαστής, ώστε αυτός να εκπληρώσει τον προαναφερόμενο ρόλο του. Όμως το Δ΄Πολιτικό Τμήμα αυτού του δικαστηρίου δεν φαίνεται να ακολουθεί αυτές τις κατευθυντήριες αρχές που καθιέρωσε η Ολομέλεια ως προς την ερμηνεία και εφαρμογή των κοινοτικών οδηγιών, αλλά ακολουθεί τη δική του μοναχική πορεία. Η απόκλιση αυτή έχει ως αποτέλεσμα την άρση της προστασίας την οποία παρέχει το ενωσιακό δίκαιο στους παθόντες από τροχαίο ατύχημα, τουλάχιστον στον βαθμό που την απολαμβάνει και ο μέσος ευρωπαίος πολίτης.

Διαβάστε περισσότερα εδώ

Επιθεώρηση Συγκοινωνιακού Δικαίου – Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ο Σόλων

Leave a Reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *

*