Του Αθανάσιου Συριανού, Προέδρου του Συνδέσμου Βιομηχανιών Θεσσαλίας & Στερεάς Ελλάδας
Σε εποχές μεγάλης αβεβαιότητας, όπως αυτή που διανύουμε, η επιχειρηματικότητα –και ειδικά η βιομηχανία– δεν κινείται πλέον σε ένα σταθερό, προβλέψιμο περιβάλλον. Οι τρομοκρατικές ενέργειες, οι πολιτικοί κίνδυνοι και, ευρύτερα, η γεωπολιτική αστάθεια επηρεάζουν όλο και περισσότερο τη λειτουργία των αγορών, τις εφοδιαστικές αλυσίδες, τις επενδυτικές αποφάσεις και, τελικά, την καθημερινότητα των επιχειρήσεων. Ταυτόχρονα, η κλιματική αλλαγή και η εντεινόμενη συχνότητα ακραίων καιρικών φαινομένων και φυσικών καταστροφών, με άμεσες επιπτώσεις σε εγκαταστάσεις και παραγωγή, αναδεικνύουν τις αντοχές και τα όρια του υπάρχοντος πλαισίου κάλυψης κινδύνων.
Ως Σύνδεσμος Βιομηχανιών Θεσσαλίας και Στερεάς Ελλάδος, εκπροσωπώντας έναν ιδιαίτερα παραγωγικό αλλά και ευάλωτο περιβαλλοντικά γεωγραφικό χώρο, γνωρίζουμε πολύ καλά τις συνέπειες αυτής της πραγματικότητας. Ζήσαμε από κοντά τις καταστροφές στη Θεσσαλία, το 2023, με δεκάδες βιομηχανικές μονάδες να βλέπουν, σε λίγες ώρες, να καταρρέει το αποτέλεσμα πολύχρονων επενδύσεων και σχεδιασμού. Πολλές από αυτές τις επιχειρήσεις, σήμερα, δεν μπορούν να ασφαλιστούν ξανά για φυσικούς κινδύνους – κρίνονται πλέον «υψηλού κινδύνου» από την ασφαλιστική αγορά. Δηλαδή εκεί που η ανάγκη για κάλυψη είναι μεγαλύτερη, ο μηχανισμός προστασίας καθίσταται απρόσιτος ή απλώς ανύπαρκτος.
Το πρόβλημα δεν είναι μεμονωμένο, ούτε αμιγώς τεχνικό. Αγγίζει την ίδια τη σχέση ανάμεσα στον παραγωγικό ιστό και τα συστήματα που οφείλουν να τον στηρίζουν. Όταν ο κίνδυνος, αντί να επιμερίζεται, απομονώνεται, όταν ο επιχειρηματίας που δοκιμάστηκε περισσότερο δεν έχει πρόσβαση στην ασφάλιση, τότε δεν μιλάμε για μηχανισμό πρόληψης, αλλά για αποτυχία της έννοιας της κάλυψης.
Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, οι πολιτικοί κίνδυνοι και οι τρομοκρατικές ενέργειες προστίθενται ως ακόμη ένα επίπεδο απειλής. Από τις συγκρούσεις στην Ουκρανία και τη Μέση Ανατολή μέχρι την αύξηση των κοινωνικών εντάσεων και των φαινομένων πολιτικής αποσταθεροποίησης, παρατηρούμε ότι η διεθνής συγκυρία ενισχύει την επισφάλεια. Οι επιπτώσεις είναι άμεσες: στις εξαγωγές, στις τιμές των πρώτων υλών, στη διαθεσιμότητα ενέργειας, στη ρευστότητα και, τελικά, στη βιωσιμότητα των επιχειρήσεων.
Είναι, λοιπόν, προφανές ότι η προστασία από τέτοιους κινδύνους δεν μπορεί να βασιστεί μόνο στην ατομική πρωτοβουλία κάθε επιχείρησης. Απαιτείται ένα νέο πλαίσιο συνεργασίας ανάμεσα στο κράτος, την ασφαλιστική αγορά και την παραγωγική βάση της χώρας. Ένα σύστημα που να μην αποκλείει τους πληγέντες, αλλά να τους στηρίζει, που να μη μεταθέτει την ευθύνη, αλλά να την αναλαμβάνει συλλογικά.
Ειδικότερα σε ό,τι αφορά την ασφάλιση πολιτικών κινδύνων και τρομοκρατικών ενεργειών, η διεθνής εμπειρία δείχνει ότι υβριδικά σχήματα –με τη συμμετοχή του Δημοσίου– μπορούν να προσφέρουν ρεαλιστικές και προσιτές λύσεις. Στην Ελλάδα, παρότι ο ασφαλιστικός κλάδος διαθέτει αξιόλογες τεχνικές δυνατότητες, δεν έχουν ακόμη δημιουργηθεί οι δομές εκείνες που θα επιτρέψουν τη διαχείριση αυτών των εξαιρετικά σοβαρών κινδύνων σε μαζική κλίμακα.
Το αίτημα των παραγωγικών φορέων είναι σαφές: η ασφάλιση πρέπει να αποτελεί εργαλείο ανθεκτικότητας – όχι μηχανισμό αποκλεισμού. Η βιομηχανία δεν ζητά προνομιακή μεταχείριση. Ζητά δίκαιους και εφαρμόσιμους όρους για να μπορέσει να προγραμματίσει, να επενδύσει, να διατηρήσει θέσεις εργασίας και να συνεχίσει να συνεισφέρει στην εθνική οικονομία.
Την ίδια στιγμή, και οι ίδιες οι επιχειρήσεις οφείλουν να επενδύουν σε μηχανισμούς πρόληψης, σχεδιασμού και στρατηγικής διαχείρισης κρίσεων. Η ασφάλιση δεν μπορεί να είναι υποκατάστατο της ευθύνης, πρέπει να λειτουργεί συμπληρωματικά σε μια νέα κουλτούρα ανθεκτικότητας.
Η περίοδος που διανύουμε δεν είναι εύκολη, είναι όμως καθοριστική. Αν επιλέξουμε να ενισχύσουμε τη συνεργασία και τη θεσμική μας ετοιμότητα, μπορούμε να διαμορφώσουμε ένα πλαίσιο ασφάλειας όχι μόνο για τις επιχειρήσεις, αλλά και για το σύνολο της κοινωνίας. Αυτό είναι το στοίχημα της εποχής μας. Και είναι στο χέρι μας να το κερδίσουμε.
Πηγή: Broker’s Time, τ. 80