[divider]
Ασκούμενος Δικηγόρος
ΚΡΕΜΑΛΗΣ – Δικηγορική Εταιρεία | Ius Laboris Greece | Global HR Lawyers
Κυρίλλου Λουκάρεως 35 – 114 75 Αθήνα T +30 210 6431387 | F +30 210 6460313
kkremalis@kremalis.gr | www.kremalis.gr | www.iuslaboris.com
[divider]
Σύμφωνα με τον Ν.1569/1985 («Ασφαλιστικοί πράκτορες») ως ασφαλιστικός πράκτορας χαρακτηρίζεται εκείνο το φυσικό ή νομικό πρόσωπο που έχει ως αποκλειστικό έργο την ανάληψη με σύμβαση, έναντι προμήθειας, ασφαλιστικών εργασιών στο όνομα και για λογαριασμό μιας ή περισσότερων ασφαλιστικών επιχειρήσεων.
Ειδικότερα, παρουσιάζει, προτείνει, προπαρασκευάζει, προσυπογράφει ή συνάπτει ο ίδιος ή διαμέσου άλλων διαμεσολαβούντων για λογαριασμό μιάς ή περισσότερων ασφαλιστικών επιχειρήσεων ασφαλιστικές συμβάσεις. Επίσης παρέχει στον ασφαλισμένο κάθε αναγκαία συνδρομή κατά τη διάρκεια της ασφαλιστικής σύμβασης και ιδιαίτερα μετά την επέλευση ασφαλιστικής περίπτωσης.
Έχει βέβαια νομολογηθεί ότι ο ασφαλιστικός πράκτορας δεν πρέπει να θεωρηθεί αντιπρόσωπος της ασφαλιστικής επιχείρησης. Στην περίπτωση όμως που έχει χορηγηθεί σ’ αυτόν η εξουσία σύναψης ασφαιστικών συμβάσεων επ’ ονόματι της ασφαλιστικής επιχείρησης, αναγορεύεται σε αντιπρόσωπο αυτής κατά την έννοια του αρ. 211 ΑΚ και, κατά συνέπεια, τα ελαττώματα βούλησης ή γνώσης ή η υπαίτια άγνοια ορισμένων περιστατικών, όπως και η επίδρασή τους επί της δικαιοπραξίας, κρίνονται από το πρόσωπό του (αρ. 214 ΑΚ).
Τα δικαιώματα, οι υποχρεώσεις και οι αρμοδιότητες των ασφαλιστικών πρακτόρων καθορίζονται με έγγραφη σύμβαση ανάμεσα στον ασφαλιστικό πράκτορα και στην ασφαλιστική επιχείρηση που προτίθεται να πρακτορεύει (πρακτοριακή σύμβαση).
Από τα παραπάνω προκύπτει ότι η σχέση μεταξύ της ασφαλιστικής επιχειρήσεως και του ασφαλιστικού πράκτορος χαρακτηρίζεται ευθέως από τον νόμο ως σύμβαση εντολής, με εντολέα την πρώτη και εντολοδόχο τον δεύτερο (βλ. ειδικά ΑΠ Ποιν. 346/2009 και 493/2007), σε αντίθεση με τον ασφαλιστικό σύμβουλο και τον συντονιστή ασφαλιστικών συμβούλων, την σχέση των οποίων με την ασφαλιστική επιχείρηση ο ίδιος νόμος, στα άρθρα 16 παρ. 1 και 20 παρ. 1 αυτού, την χαρακτηρίζει ως σύμβαση έργου.
Περαιτέρω, με τη διάταξη της παρ. 1 του άρθρου 2 του ΠΔ 298/1986 «περί δικαιωμάτων και υποχρεώσεων ασφαλιστικών πρακτόρων κ.λπ.» καθορίζεται το ελάχιστο υποχρεωτικό περιεχόμενο της σύμβασης πρακτόρευσης και επιπλέον ορίζεται ότι αυτή που δεν εκπληρώνει τις παραπάνω προϋποθέσεις είναι άκυρη, διότι η σύμβαση πρακτόρευσης υποβάλλεται εντός μηνός από την κατάρτιση της στο Υπουργείο Ανάπτυξης και στην, κατά τόπο, αρμόδια Επιτροπή Πρακτόρων αντίστοιχα.
Εξαιτίας της ιδιαίτερης σχέσης που προκύπτει από την μεταξύ της ασφαλιστικής επιχειρήσεως και του ασφαλιστικού πράκτορος συναπτομένη σύμβαση εντολής, συνάγεται ότι δεν έχει εφαρμογή η διάταξη του άρθρου 700 ΑΚ, η οποία, επί συμβάσεως έργου, παρέχει το δικαίωμα στον εργοδότη, να υπαναχωρήσει από την σύμβαση.
Από τον Ν.1569/1985 ορίζεται όμως ότι η λύση της σύμβασης πρακτόρευσης επέρχεται: α) υποχρεωτικά έπειτα από καταγγελία στις προβλεπόμενες περιπτώσεις, και β) σε περίπτωση καταγγελίας από κάθε συμβαλλόμενο μέρος μετά από προειδοποίηση τουλάχιστον δύο μηνών,
‘Οσον δε αφορά την μεταξύ της ασφαλιστικής επιχειρήσεως και του ασφαλιστικού πράκτορος συναπτόμενη σύμβαση εντολής, αν για οποιονδήποτε λόγο λυθεί ή λήξει η πρακτοριακή σύμβαση, η ασφαλιστική επιχείρηση καταβάλλει στον πράκτορα προμήθεια τριών ετών που αναλογεί στην παραγωγή του, η οποία εξακολουθεί, γι’ αυτό το διάστημα, να παραμένει στην επιχείρηση στο μέτρο που θα την εδικαιούτο, αν δεν είχε λυθεί ή λήξει η σύμβαση.
Χρήζει βέβαια τονισμού ότι δεν οφείλεται προμήθεια αν η σύμβαση λύθηκε με καταγγελία εκ μέρους της ασφαλιστικής επιχείρησης που οφείλεται σε βαρύ παράπτωμα του πράκτορα, ή αν λύθηκε με πρωτοβουλία του πράκτορα. Στο σημείο, όμως αυτό πρέπει να επισημανθεί η δυσκολία πολλές φορές υπαγωγής μιας συμπεριφοράς του πράκτορα στην νομική έννοια του βαρέως παραπτώματος, γεγονός που συχνά απαιτεί εξειδικευμένες γνώσεις και εμπειρία.