Σε άλλη εποχή μοιάζει να είναι η Υγεία στην Ελλάδα, συγκριτικά με τα ευρωπαϊκά δεδομένα. Σύμφωνα με τα στοιχεία της ετήσιας μελέτης , παρά την ανησυχία για υφεσιακά μέτρα, λόγω της οικονομικής κρίσης, τη γήρανση του πληθυσμού και τις προσφυγικές ροές. Η βρεφική θνησιμότητα, ίσως ο πιο χαρακτηριστικός δείκτης, συνεχίζει να μειώνεται. Αυτό είναι το βασικό συμπέρασμα της ανάλυσης.
O EHCI αναλύει την εθνική παροχή υγείας βάσει 48 δεικτών, όπως Δικαιώματα των Ασθενών και Πληροφόρηση, Πρόσβαση στη Θεραπεία, Θεραπευτικά Αποτελέσματα, Έυρος και Έκταση των Υπηρεσιών, Πρόληψη και χρήση Φαρμακευτικών Προϊόντων.
Οκτώ χώρες, όλες Δυτικοευρωπαϊκές, πέτυχαν σκορ πάνω από 800 βαθμούς (στους 1000). «Πρωταθλήτρια», μεταξύ των 35 κρατών που εξετάζει η μελέτη, συνεχίζει να είναι η Ολλανδία, η μόνη χώρα που εξασφαλίζει περισσότερους από 900 πόντους. Ακολουθούν η Ελβετία, η Νορβηγία, η Φινλανδία και το Βέλγιο, το Λουξεμβούργο, τη Γερμανία και την Ισλανδία.
Οι χώρες αυτές ακολουθούνται, σε μικρή απόσταση, από άλλες τέσσερις εύπορες χώρες (Δανία, Σουηδία, Γαλλία και Αυστρία), που δεν πετυχαίνουν καλύτερα αποτελέσματα για διάφορους λόγους. Η πρώτη Ανατολικοκεντρική ευρωπαϊκή χώρα, η Τσεχία, μειώνει την απόσταση, καθώς τώρα βρίσκεται μόλις 14 βαθμούς πίσω από την Αυστρία.
Τι δείχνουν τα στοιχεία για την Ελλάδα;
Η κατάσταση της Υγείας στη χώρα μας βρίσκεται στον αντίποδα, καθώς καταγράφει σταδιακή πτώση τα τελευταία χρόνια, καταφέρνοντας να σταθεροποιηθεί, στις τελευταίες θέσεις της σχετικής λίστας, το 2015.
Η Ελλάδα βρέθηκε και το 2015 στην 28η θέση, με 577 βαθμούς, ενώ την ακολουθούν η Λετονία, η Σερβία, η Βουλγαρία, η Ρουμανία, η Αλβανία, η Πολωνία και το Μαυροβούνιο. Χαρακτηριστικό είναι πως τα Σκόπια βρίσκονται στη 18η θέση της κατάταξης.
Η πορεία του ελληνικού δείκτη είναι αποκαρδιωτική. Από την 22η θέση το 2012, έπεσε στην 25η το 2013 για να καταλήξει το 2014 και πέρσι στην 28η θέση.
Η Ελλάδα κατέγραψε μια δραματική μείωση στις κατά κεφαλήν δαπάνες υγείας, 28% μεταξύ των ετών 2009 και 2011, με μια αύξηση, όμως, κατά 1% το 2012.
«Πρόκειται για ένα απολύτως μοναδικό αριθμό για την Ευρώπη», τονίζουν οι συγγραφείς της μελέτης, προσθέτοντας πως μεταξύ των χωρών «που αναγνωρισμένα επλήγησαν από την οικονομική κρίση, όπως η Πορτογαλία, η Ιρλανδία, η Ισπανία, η Ιταλία, η Εσθονία, η Λετονία, η Λιθουανία κλπ, κανένα άλλο κράτος δεν έχει καταγράψει μεγαλύτερη πτώση στις δαπάνες υγείας, πέραν μιας προσωρινής αναστολής της τάξεως του <10%».
Βέβαια, οι συντάκτες διατηρούν τις επιφυλάξεις τους για τα στοιχεία που διαθέτει η χώρα μας.
«Υπάρχει, πιθανώς, ρίσκο η μείωση 28% να είναι όσο ακριβής όσο τα στοιχεία του προϋπολογισμού, που έβαλαν την Ελλάδα στο Ευρώ», αναφέρουν χαρακτηριστικά. Όπως τονίζουν, η χώρα μας έχει σημαντικά αλλάξει την παραδοσιακή της συνήθεια να υιοθετεί, νωρίς και με προθυμία, νέα φαρμακευτικά προϊόντα και έχει καταστεί πιο αυστηρή. Παρόλα αυτά, έως και το 2012 είχε την 3η μεγαλύτερη κατά κεφαλήν κατανάλωση φαρμακευτικών προϊόντων στην Ευρώπη, σε αξίες!
Το φαινόμενο αυτό εξηγείται εν μέρει από την απροθυμία αποδοχής των γενοσήμων προϊόντων. «Φαίνεται πως φαρμακοποιοί (και γιατροί;) δεν ενδιαφέρονται να επικοινωνήσουν στους ασθενείς ότι τα γενόσημα είναι ισότιμα των πρωτότυπων φαρμάκων. Αυτό που άλλαξε στην Ελλάδα είναι η ετοιμότητα στην υιοθέτηση νέων φαρμάκων», σημειώνεται στη μελέτη.
Επιμέρους δείκτης της ανάλυσης, αυτός που αφορά στα νέα φάρμακα για την αρθρίτιδα, αποδεικνύει ότι η Ελλάδα, σε ορισμένες περιπτώσεις, έχει δραστικά αλλάξει την προηγούμενη γενναιόδωρη αντιμετώπιση της στην εισαγωγή καινοτόμων, ακριβών φαρμάκων.
Στο EHCI γίνεται και πάλι αναφορά στον αριθμό των Ελλήνων γιατρών. Όπως τονίζεται, η χώρα μας είναι πρώτη και με διαφορά στον κατά κεφαλήν αριθμό των γιατρών και παράλληλα διαθέτει τον υψηλότερο κατά κεφαλήν αριθμό φαρμακοποιών. «Ωστόσο, η εικόνα της ελληνικής ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης, όπως την περιγράφουν οι απαντήσεις των ενώσεων ασθενών, δεν καταδεικνύει επ’ ουδενί κάποιου είδους υγιούς ανταγωνισμού για την παροχή ανώτερων υπηρεσιών υγείας», υπογραμμίζει η μελέτη.
Οι απαισιόδοξες προβλέψεις δεν σταματούν εκεί αφού οι συγγραφείς της μελέτης τονίζουν ότι μοιάζει «σχεδόν υπερφυσικό η Ελλάδα να συνεχίσει να έχει αυτούς τους μεγάλους αριθμούς γιατρών και φαρμακοποιών (έρευνα του 2013 συνεχίζει να προβλέπει πάνω από 6 γιατρούς ανά 1000 κατοίκους), εκτός αν υποστούν σημαντική μείωση εισοδημάτων».
Αξίζει να αναφέρουμε ότι ο δείκτης Θεραπευτικών Αποτελεσμάτων δεν καταγράφει επιδείνωση.
ΠΗΓΗ: virus.com.gr