Το πρόσφατο περιστατικό στη Φιλοθέη, όπου οδηγός προσέκρουσε σε σειρά σταθμευμένων οχημάτων και εγκατέλειψε το σημείο, έφερε στο προσκήνιο όχι μόνο τις ποινικές ευθύνες που συνεπάγεται η εγκατάλειψη, αλλά και το τι ισχύει σε επίπεδο ασφαλιστικής κάλυψης και αποζημιώσεων.
Σύμφωνα με το ισχύον καθεστώς, όταν πρόκειται για τροχαίο που προκαλεί αποκλειστικά υλικές ζημιές, οι ασφαλιστικές εταιρείες καλύπτουν κανονικά τους παθόντες, ακόμη και εάν ο υπαίτιος οδηγός εγκαταλείψει το σημείο. Η εικόνα όμως αλλάζει ριζικά εφόσον οι πράξεις του οδηγού οδηγήσουν σε κατηγορία κακουργήματος: σε αυτήν την περίπτωση, η ασφαλιστική εταιρεία καταβάλλει μεν τις αποζημιώσεις, διατηρεί όμως δικαίωμα αναγωγής και μπορεί να στραφεί κατά του υπαιτίου, απαιτώντας να της επιστρέψει τα χρήματα. Έτσι, ο οδηγός κινδυνεύει να βρεθεί αντιμέτωπος όχι μόνο με ποινικές, αλλά και με σοβαρές οικονομικές συνέπειες.
Η υπόθεση αναδεικνύει και ένα θεσμικό κενό που αφορά χιλιάδες οδηγούς. Εάν ο δράστης του ατυχήματος δεν εντοπιστεί, οι ζημιωθέντες δεν έχουν τη δυνατότητα να στραφούν στο Επικουρικό Κεφάλαιο, καθώς αυτό καλύπτει αποκλειστικά σωματικές βλάβες και θανάτους, και όχι υλικές ζημιές. Έτσι, σε τροχαία με εγκατάλειψη χωρίς τραυματισμό, οι παθόντες μένουν ουσιαστικά ακάλυπτοι – γεγονός που κατά καιρούς επαναφέρει τη συζήτηση για την ανάγκη αναθεώρησης του πλαισίου λειτουργίας του Επικουρικού.
Την ίδια στιγμή, το άρθρο 43 του Κώδικα Οδικής Κυκλοφορίας είναι σαφές: η εγκατάλειψη τροχαίου συνιστά ποινικό αδίκημα ακόμη και όταν αφορά μόνο ζημιές σε περιουσία. Η ποινή μπορεί να φτάσει έως έναν μήνα φυλάκιση ή πρόστιμο 3.000 ευρώ, ενώ στην περίπτωση σωματικών βλαβών οι κυρώσεις αυστηροποιούνται, με ποινή τουλάχιστον τριών μηνών φυλάκισης και αφαίρεση της άδειας οδήγησης έως και έξι μήνες.
Το τροχαίο στη Φιλοθέη δεν αλλάζει το νομικό πλαίσιο, υπενθυμίζει όμως ότι η ασφάλιση δεν αποτελεί απόλυτη ασπίδα προστασίας για τον οδηγό όταν οι πράξεις του αποκτούν ποινικό χαρακτήρα. Για την ασφαλιστική αγορά, η υπόθεση φέρνει ξανά στο επίκεντρο το ζήτημα της επαρκούς κάλυψης των παθόντων, την ανάγκη θεσμικής ενίσχυσης της προστασίας σε περιπτώσεις εγκατάλειψης, αλλά και την ευκαιρία για στοχευμένη ενημέρωση των πολιτών σχετικά με τις υποχρεώσεις τους σε περίπτωση ατυχήματος.