Iωάννης Μωραΐτης*
Σήμερα τα στελέχη των επιχειρήσεων καλούνται να εργαστούν σε ένα περιβάλλον εντεινόμενου κινδύνου, να λάβουν αποφάσεις σημαντικές και πολλές φορές κρίσιμες για τις εταιρίες που εκπροσωπούν, καθώς και να σχεδιάσουν τη στρατηγική τους.
Οι αποφάσεις αυτές, ωστόσο, δεν είναι πάντα οι ενδεδειγμένες, με αποτέλεσμα τα στελέχη συχνά να έρχονται αντιμέτωπα λόγω λαθών και παραλείψεων τους με απαιτήσεις που εγείρονται από διάφορες πλευρές, όπως, μεταξύ άλλων από μετόχους, επενδυτές, εργαζόμενους, αλλά και κυβερνητικές, ρυθμιστικές ή ελεγκτικές αρχές, ανταγωνιστές, συνεργάτες, προμηθευτές, κ.α..
Για τον λόγο αυτό δημιουργήθηκε η ασφάλιση ευθύνης διευθυντών και στελεχών. Απευθύνεται σε ένα ευρύ φάσμα εταιριών, από ιδιωτικές πολυμετοχικές εταιρίες ανεξαρτήτως μεγέθους, μέχρι μεγάλους επιχειρηματικούς ομίλους, εταιρίες του ευρύτερου δημόσιου τομέα και μη κερδοσκοπικούς οργανισμούς, ανεξαρτήτως κλάδου δραστηριοτήτων.
Πρόκειται για ένα σύγχρονο ασφαλιστικό προϊόν που παρέχει προστασία στα στελέχη και τις επιχειρήσεις για τις οποίες εργάζονται, καθώς καταβάλλει τα έξοδα νομικής υπεράσπισης και απόκρουσης, καθώς και τις τυχόν αποζημιώσεις (είτε ως αποτέλεσμα δικαστικής διεκδίκησης είτε ως αποτέλεσμα εξωδικαστικού συμβιβασμού) που οφείλουν τα στελέχη να καταβάλλουν προς αποκατάσταση οικονομικής ζημίας Τρίτων (ενδεικτικά προμηθευτών, ανταγωνιστών, μετόχων, εργαζόμενων), οι οποίοι αποδεικνύουν ότι από πράξεις ή παραλείψεις των στελεχών αυτών προκλήθηκε σε αυτούς οικονομική ζημιά για την οποία δικαιούνται και διεκδικούν εκ του νόμου χρηματική αποζημίωση. Σε διαφορετική περίπτωση, μη υπάρχουσας ασφαλιστικής κάλυψης, τις δαπάνες αυτές και τα έξοδα υπεράσπισης θα έπρεπε να καταβάλουν οι ίδιοι οι ασφαλιζόμενοι: τα μεν στελέχη ευθυνόμενα με την προσωπική τους περιουσία η δε επιχείρηση επιβαρύνοντας τον ισολογισμό της με καταβληθείσες αποζημιώσεις διόλου ευκαταφρόνητων ποσών. Παράλληλα, η ασφαλιστική αυτή κάλυψη απαλλάσσει την επιχείρηση από την υποχρέωση που διαφορετικά θα είχε να αποθεματοποιεί κεφάλαια προκειμένου να τα εκταμιεύσει σε μελλοντικό χρόνο με σκοπό την κάλυψη απαιτήσεων για λογαριασμό των στελεχών της.
Είναι επομένως σημαντικό να επισημανθεί ότι εφόσον συμφωνηθεί μεταξύ των συμβαλλομένων μερών, η ασφαλιστική αυτή κάλυψη μπορεί να επεκταθεί ώστε να καλύπτει όχι μόνο απαιτήσεις κατά των φυσικών προσώπων αλλά και απαιτήσεις που εγείρονται κατά του νομικού προσώπου (δηλαδή της συμβαλλόμενης – ασφαλισμένης επιχείρησης) για θέματα π.χ. κινητών αξιών (π.χ. αγοραπωλησία μετοχών) και εργασιακής πρακτικής (π.χ. απόλυση, αποστέρηση επαγγελματικής ευκαιρίας, πρόωρη λήξη σύμβασης, πρόκληση ηθικής βλάβης, παραβίαση ιδιωτικού βίου).
Η ασφαλιστική κάλυψη μπορεί επίσης να επεκταθεί ώστε να περιλαμβάνει:
- αξιώσεις κατά στελεχών που εργάζονται σε θυγατρικές εταιρίες της ασφαλισμένης επιχείρησης καθώς και σε τυχόν νέες που θα δημιουργηθούν κατά την περίοδο ασφάλισης και
- αξιώσεις που απορρέουν από συμμετοχή των ασφαλισμένων στελεχών σε άλλα νομικά πρόσωπα κατ’ εντολή της ασφαλισμένης επιχείρησης (outside directors)
Στις σημαντικότερες εξαιρέσεις των ασφαλιστηρίων αυτού του είδους συγκαταλέγονται:
- η ευθύνη από την επαγγελματική δραστηριότητα της επιχείρησης,
- οτιδήποτε είναι μη ασφαλίσιμο βάσει του νόμου, όπως είναι ο δόλος (π.χ. απάτη, προσωπικά οφέλη)
- αξιώσεις για σωματικές βλάβες,
- αξιώσεις από υποθέσεις που βρίσκονται σε εκκρεμότητα κατά την ημερομηνία έναρξης της κάλυψης.
Στην Ελλάδα μία στις τέσσερις επιχειρήσεις σήμερα έχει αγοράσει αυτού του είδους την ασφάλιση ενώ παρατηρείται ανοδική τάση και ολοένα μεγαλύτερη αύξηση των ζητούμενων ορίων κάλυψης, γεγονός στο οποίο συντελούν πολλοί παράγοντες, όπως η οικονομική κρίση, η αυστηρότερη νομοθεσία, η ύπαρξη αυστηρότερων και πιο δραστήριων εποπτικών αρχών, τα μεταβαλλόμενα ρυθμιστικά πλαίσια καθώς και η παγκόσμια πλέον έκθεση λόγω της εξωστρέφειας των επιχειρήσεων.
Οι ασφαλιστικές εταιρίες, που εξειδικεύονται στην εγχώρια ασφαλιστική αγορά στο εν λόγω πρόγραμμα, παρέχουν ένα πακέτο καλύψεων κατάλληλο για όλα τα εταιρικά προφίλ, εναρμονισμένο με τις διεθνείς προδιαγραφές και το “best practice” σε κόστη τα οποία κρίνονται λογικά σε σχέση με τις παρεχόμενες καλύψεις και τα οποία επιπρόσθετα μπορούν να γραφούν στον προϋπολογισμό των εταιριών ως σταθερές δαπάνες.
* O κ. Ιωάννης Μωραΐτης είναι μέλος της Επιτροπής Αστικής Ευθύνης της Ένωσης Ασφαλιστικών Εταιριών Ελλάδος