Γιατί χρειαζόμαστε περισσότερα και καλύτερα τεστ

Σε εξέλιξη βρίσκονται σημαντικές προσπάθειες σε διεθνές επίπεδο για την αξιοποίηση των τελευταίων εξελίξεων στην τεχνολογία των διαγνωστικών τεστ.

Προς αυτή την κατεύθυνση, το Αμερικανικό Εθνικό Ινστιτούτο Υγείας (NIH), ανακοίνωσε και άρχισε πρόσφατα ένα κυβερνητικό πρόγραμμα ταχείας επιτάχυνσης της ανάπτυξης διαγνωστικών τεστ, ύψους 1,5 δισεκατομμυρίων δολαρίων.

Στόχος είναι η υποστήριξη της αύξησης της παραγωγής και η ανάπτυξη γρήγορων δοκιμών, με στόχο 6 εκατομμύρια διαθέσιμα τεστ ανά ημέρα.

Στο  Journal of American Medical Association, μία πολύ εμπεριστατωμένη άποψη για τις δυνατότητες των διαγνωστικών τεστ στην αντιμετώπιση της πανδημίας COVID-19.

Η καθηγήτρια του Τμήματος Χημείας του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών, Καθηγήτρια Εύη Λιανίδου, συνοψίζει τα σημαντικότερα δεδομένα αυτής της μελέτης.

Έχει σημασία το όριο ανίχνευσης;

Η υψηλή αναλυτική ευαισθησία των τεστ κρίνεται πάρα πολύ σημαντική  γιατί εάν το όριο ανίχνευσης ενός τεστ δεν είναι πολύ χαμηλό, υπάρχει κίνδυνος ορισμένα δείγματα θετικά σε COVID-19 να βρεθούν ψευδώς αρνητικά.

Συνολικά, όλα τα εγκεκριμένα μοριακά τεστ (που ενισχύουν το ιικό RNA) έχουν πολύ υψηλότερη ευαισθησία από τα τεστ που βασίζονται σε ανίχνευση των αντιγόνων του ιού, όπως τα rapid tests.

Ωστόσο, ψευδώς αρνητικά αποτελέσματα μπορούν να ληφθούν ακόμη και με τα πιο ευαίσθητα τεστ λόγω του χρόνου δειγματοληψίας κατά τη διάρκεια της μόλυνσης  αλλά και της ίδιας της διαδικασίας δειγματοληψίας. Για την αντιμετώπισή του, τα νοσοκομεία έχουν στην διάθεσή τους διαγνωστικούς αλγόριθμους που περιλαμβάνουν μια σειρά κλινικών παραμέτρων.

Ακόμη, μπορεί να οφείλεται σε κακή δειγματοληψία,  άρα ο μοριακός έλεγχος από μόνος του δεν είναι αρκετός για την κλινική αντιμετώπιση των ασθενών.

διαβάστε αναλυτικά στο virus.com.gr

Leave a Reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *

*