Προβλήματα στις ασφαλιστικές Ζωής με τα αποθέματα

Μετάφραση – απόδοση μελέτης από την Bafin.de, Ελενα Ερμείδου

Προβλήματατα που αφορούν στον έγκαιρο εντοπισμό κινδύνων και τον καθορισμό της οικονομικής τους θέσης στις ασφαλιστικές Ζωής εντοπίζει η BaFin σύμφωνα με μελέτη της.

Οι ασφαλιστικές εταιρείες πρέπει να είναι σε θέση να εντοπίζουν τυχόν επιδείνωση της οικονομικής τους κατάστασης σε πολύ πρώϊμο στάδιο. Για το σκοπό αυτό, πρέπει να δημιουργήσουν κατάλληλα συστήματα. Η γερμανική Εποπτική Αρχή για τα χρηματοοικονομικά BaFin και ο συντάκτης της μελέτης  της Dr. Guido Werner Walter Wunsch BaFin στο τμήμα για τα θέματα ασφάλισης Ζωής, στο τομέα αυτό βλέπουν σημαντικά περιθώρια βελτίωσης.

Σύμφωνα με το άρθρο 132 του γερμανικού νόμου περί εποπτείας των ασφαλίσεων  (Versicherungsaufsichtsgesetz – VAG)

Ως συνέπεια του ευρωπαϊκού καθεστώτος Φερεγγυότητα II, η υποχρέωση των ασφαλιστών είναι να καθιερώσουν εσωτερικές διαδικασίες για τον έγκαιρο εντοπισμό κινδύνων με δική τους ευθύνη και, ενδεχομένως, να κοινοποιήσουν τη BaFin.

“Προσδιορισμός και ενημέρωση επιδείνωσης οικονομικής θέσης

(1) Μια ασφαλιστική επιχείρηση πρέπει να διαθέτει κατάλληλα συστήματα που να της επιτρέπουν να εντοπίζει την επιδείνωση της οικονομικής της κατάστασης.

  1. Η ασφαλιστική επιχείρηση πρέπει να ενημερώνει χωρίς καθυστέρηση την εποπτική αρχή για τυχόν επιδείνωση της οικονομικής της κατάστασης που θα μπορούσε να θέσει σε κίνδυνο την ικανότητά της να εκπληρώνει τις υποχρεώσεις της βάσει των ασφαλιστικών συμβάσεων ή να συνιστά κίνδυνο για την ικανότητα της ασφαλιστικής επιχείρησης να καταβάλλει αποζημιώσεις.

Το άρθρο 132 του VAG απαιτεί, σε περίπτωση επιδείνωσης της οικονομικής θέσης του ασφαλιστή, τέτοιας που να τεθεί σε κίνδυνο την ικανότητά του να εκπληρώσει τις συμβατικές του υποχρεώσεις ή τη φερεγγυότητά του, οφείλει ο ασφαλιστής να γνωστοποιήσει την BaFin αρκετά νωρίς ώστε να τεθούν σε ισχύ τα αντισταθμιστικά μέτρα. Η διάταξη αυτού του τμήματος μπορεί έτσι να θεωρηθεί ως σημαντικό εργαλείο έγκαιρης προειδοποίησης για την εποπτεία της ασφάλισης. Σε αυτό το πλαίσιο, η πιλοτική έρευνα της BaFin (βλ. Πλαίσιο πληροφοριών “Πιλοτική έρευνα”) αποκάλυψε ανεπάρκειες από τις εταιρείες που απάντησαν.

Πυλοτική έρευνα με μία ματιά

Προκειμένου να διερευνηθεί ο τρόπος με τον οποίο ο κλάδος εφαρμόζει το τμήμα 132, η BaFin σχεδιάζει να διενεργήσει έρευνα για έναν μεγαλύτερο κύκλο ασφαλιστικών εταιρειών που καλύπτει όλες τις ασφαλιστικές γραμμές το επόμενο έτος.

Ως πρώτο βήμα, διεξήγαγε πιλοτική έρευνα σε 14 ασφαλιστές ζωής και 2 ταμεία Επαγγελματικής Ασφάλισης. Οι εταιρείες κλήθηκαν να συμπληρώσουν ένα ερωτηματολόγιο το οποίο, μεταξύ άλλων, αφορούσε συστήματα και γραμμές αναφοράς σχετικά με το άρθρο 132 του VAG. Ζητήθηκε επίσης από τις εταιρείες να εξηγήσουν τον ορισμό του όρου «επιδείνωση της οικονομικής κατάστασης» και τα βασικά στοιχεία, τα κριτήρια και τα κατώτατα όρια που έλαβαν υπόψη για να διαπιστώσουν εάν η οικονομική τους κατάσταση έχει επιδεινωθεί.

Οι οντότητες του ομίλου ρωτήθηκαν επίσης κατά πόσον οι άλλες ασφαλιστικές επιχειρήσεις ζωής και Επαγγελματικά Συνταξιοδοτικά Ταμεία που ανήκουν στον όμιλο χρησιμοποίησαν τα ίδια συστήματα και, εάν δεν συνέβη αυτό, ποια ήταν η διαφορά με τα δικά τους.

Ανεπαρκής περιγραφή της διαδικασίας

Οι περισσότερες από τις εταιρείες που απάντησαν δεν διαθέτουν ανεξάρτητο σύστημα το οποίο θα μπορούσε να αναδείξει την επιδείνωση της οικονομικής κατάστασης. Αντίθετα, τέτοια συστήματα συνήθως ενσωματώνονται σε άλλες διαδικασίες διαχείρισης κινδύνου. Επιπλέον, οι περιγραφές αυτών των διαδικασιών συχνά δεν υποδεικνύουν εάν υπάρχει σαφής ορισμός της «επιδείνωσης της οικονομικής κατάστασης» και τι ακριβώς θα προκαλούσε την υποχρέωση υποβολής εκθέσεων στο BaFin.

Η κάλυψη της ρυθμιστικής κεφαλαιακής απαίτησης παρέχει μια ένδειξη σε όλες τις εταιρείες σχετικά με το εάν η οικονομική τους κατάσταση έχει επιδεινωθεί. Οι περισσότερες εταιρείες λαμβάνουν επίσης υπόψη διάφορες λογιστικές παραμέτρους σύμφωνα με τον γερμανικό κώδικα (Handelsgesetzbuch – HGB). Ορισμένες εταιρείες, ωστόσο, ελέγχουν μόνο εάν μειώθηκε ο δείκτης κάλυψης της Solvency II της κεφαλαιακής απαίτησης φερεγγυότητας (SCR).

Οι εταιρείες δεν πρέπει επικεντρώνονται μόνο στην αναλογία φερεγγυότητας

Η BaFin αναμένει από τις εταιρείες να μην επικεντρώνονται αποκλειστικά στο ποσοστό κάλυψης του Solvency II SCR. Όταν ο νομοθέτης ενσωμάτωσε στο γερμανικό δίκαιο το άρθρο 136 της οδηγίας Φερεγγυότητα ΙΙ, περιέλαβε ρητώς στο άρθρο τις διατάξεις του  132 του VAG για τους κινδύνου «κίνδυνος για την εκπλήρωση των υποχρεώσεων» και «κίνδυνος για την πληρωμή» ως κριτήριο κοινοποίησης. Τα κριτήρια αυτά δεν ισχύουν μόνο στις περιπτώσεις όπου τα επιλέξιμα ίδια κεφάλαια είναι κατώτερα από το SCR ή αν υπάρχει πιθανότητα να προκύψει.

Στις περιπτώσεις αυτές, η απαίτηση κοινοποίησης βασίζεται στο άρθρο 134 (1) του VAG. Για το λόγο αυτό, τα βασικά μεγέθη στα οποία βασίζονται οι εκτιμήσεις της χρηματοοικονομικής θέσης των εταιρειών πρέπει να συμπληρωθούν από ευρύτερα κριτήρια που σχετίζονται με τον κώδικα HGB, όπως οι μεταβολές στα κέρδη του έτους, τα ίδια κεφάλαια, η ρευστότητα ή η πρόβλεψη επιδομάτων και εκπτώσεων.

Ο λογιστικό κώδικα  HGB εξακολουθεί να διαδραματίζει σημαντικό ρόλο για τους γερμανούς ασφαλιστές ακόμη και μετά την έναρξη ισχύος της Φερεγγυότητας ΙΙ την 1η Ιανουαρίου 2016. Οι ασφαλιστές ζωής, για παράδειγμα, υπολογίζουν τη συμμετοχή των ασφαλισμένων με βάση τα πλεονάσματα βάσει των κανόνων HGB. Επιπλέον, υπάρχουν σημαντικές διαφορές μεταξύ HGB και τις αρχές αποτίμησης στο πλαίσιο του Solvency II.

Αυτό σημαίνει ότι, παρόλο που εξακολουθούν οι εταιρείες να συμμορφώνεται με τις κεφαλαιακές απαιτήσεις βάσει της οδηγίας Solvency II, μια εταιρεία μπορεί να είναι υπερχρεωμένη ή / και αφερέγγυα βάσει κανόνων HGB, γεγονός που θα έθετε σε σοβαρό κίνδυνο την εκπλήρωση των υποχρεώσεών της.

Εκτός από τις τρέχουσες πραγματικές αξίες, οι εταιρείες χρησιμοποιούν επίσης τακτικά εκτιμώμενες αξίες για να αξιολογήσουν τη μελλοντική οικονομική τους θέση. Το φάσμα των οριζόντων προβολής είναι πολύ ευρύ και εξαρτάται από τα σχετικά βασικά στοιχεία. Κυμαίνεται από βραχυπρόθεσμες τιμές προβολής που καλύπτουν τους προσεχείς μήνες έως πολύ μακροπρόθεσμες περιόδους 10 έως 20 ετών για ορισμένα βασικά στοιχεία HGB.

Συνεχής έγκαιρη αναγνώριση

Τα συστήματα που δημιουργήθηκαν βάσει του άρθρου 132 παράγραφος 1 του VAG δεν σχεδιάστηκαν να λειτουργούν ως ένα αυτόματο σύστημα έγκαιρης προειδοποίησης, αλλά ως διαδικασίες επανεξέτασης που πραγματοποιήθηκαν, κατά το πλείστον, σε διαφορετικά χρονικά διαστήματα. Αυτό σημαίνει ότι οι εταιρείες καθορίζουν τα σχετικά βασικά στοιχεία σε διαφορετικές χρονικές στιγμές του ημερολογιακού έτους.

Οι εταιρείες σύμφωνα με την της BaFin, πρέπει να εξασφαλίσουν ότι τα συστήματά τους είναι σε θέση να εντοπίζουν άμεσα τυχόν επιδείνωση της οικονομικής κατάστασής τους χωρίς να βασίζονται σε καθορισμένα χρονικά διαστήματα. Στη συνέχεια, πρέπει να ενημερώνουν την εποπτική αρχή χωρίς καθυστέρηση, όπως προβλέπει ο νομοθέτης. Η αναβολή της κοινοποίησης έως την επόμενη τακτική έκθεση δεν επαρκεί για τη συμμόρφωση με το άρθρο 132 του VAG. Ούτε οι πρόσθετες απαιτήσεις υποβολής εκθέσεων που επιβάλλει η BaFin στους ασφαλιστές ζωής υπό ενισχυμένη εποπτεία μπορούν να θεωρηθούν ως υποκατάστατο μιας κοινοποίησης σύμφωνα με το άρθρο 132 παράγραφος 2 του VAG.

Συμπέρασμα και προοπτικές

Σε περιόδους ευμετάβλητων κεφαλαιαγορών και χαμηλών επιτοκίων, τα προληπτικά εποπτικά εργαλεία και τα συστήματα έγκαιρης προειδοποίησης καθίστανται όλο και πιο σημαντικά για το BaFin. Η εποπτική πρακτική και η πιλοτική έρευνα, ωστόσο, έδειξαν ότι υπάρχει ένας μεγάλος αριθμός εταιρειών που εξακολουθούν να χρειάζονται σημαντικές βελτιώσεις στην εφαρμογή του άρθρου 132 του VAG. Φαίνεται ότι οι εταιρείες δεν έχουν ακόμη επαρκή γνώση αυτής της διάταξης. Επιπλέον, δεν υπάρχει ομοιόμορφη κατανόηση του τμήματος 132 στον κλάδο αναφέρει η BaFin.

 

Leave a Reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *

*