Γ. Στουρνάρας σε εκδήλωση της ΕΑΕΕ: Το κράτος δεν μπορεί να έχει το μονοπώλιο των συνταξιοδοτικών παροχών

Η ιδιωτική ασφάλιση δεν μπορεί να υποκαταστήσει την κοινωνική ασφάλιση, μπορεί, όμως, και πρέπει να λειτουργήσει συμπληρωματικά, επεσήμανε ο Διοικητής της Τραπέζης της Ελλάδος Γιάννης Στουρνάρας μιλώντας σήμερα σε εκδήλωση της Ένωσης Ασφαλιστικών Εταιριών Ελλάδος.

Στο πλαίσιο αυτό πρότεινε την συμπλήρωση των συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων, που συσσωρεύονται στο πλαίσιο ενός δημόσιου συστήματος του πρώτου πυλώνα, με ένα σύστημα επαγγελματικής ασφάλισης του δεύτερου πυλώνα και με προσωπικά συνταξιοδοτικά προϊόντα του τρίτου πυλώνα.

Οπως ανέφερε ο ίδιος υπό προυποθέσεις, το σύστημα επαγγελματικής ασφάλισης θα μπορεί να εκπληρώνει το σκοπό του. Και μόνο τότε από την πλευρά του, ο κλάδος της ιδιωτικής ασφάλισης θα μπορούσε, κατόπιν ειδικής αδειοδότησης, να αναλάβει έναν αυξημένο ρόλο ως φορέας διαχείρισης επαγγελματικών ταμείων.

Σε κάθε περίπτωση, όπως υποστήριξε, είναι αναγκαίο να συναινέσουν όλοι οι εμπλεκόμενοι και να κατανοήσουν τους ρόλους τους. «Το μεν κράτος δεν μπορεί πλέον να επιμένει να διατηρεί το μονοπώλιο των συνταξιοδοτικών παροχών. Οι δε εργοδότες πρέπει να αντιληφθούν ότι η υποχρέωσή τους να παρέχουν ασφάλεια στους εργαζομένους τους υπερβαίνει το χρόνο της απασχόλησής τους, και υφίσταται και μετά τη συνταξιοδότησή τους» υπογράμμισε χαρακτηριστικά.

Η επικείμενη ενσωμάτωση στην ελληνική νομοθεσία της ευρωπαϊκής οδηγίας για τα επαγγελματικά ταμεία (IORP II) προσφέρει μια πρώτης τάξεως εκσυγχρονιστική ευκαιρία, για να διασφαλιστεί ότι τα επαγγελματικά ταμεία θα λειτουργούν σωστά και θα εκπληρώνουν το σκοπό τους ως θεματοφύλακες των υποσχέσεων του εργοδότη προς τους εργαζόμενους, παρά ως ταμεία εναλλακτικά της κοινωνικής ασφάλισης.

Διαβάστε ολόκληρη την ομιλία:

Κυρίες και κύριοι,

Από την προηγούμενη συνάντησή μας έχει περάσει αρκετός  καιρός, ώστε να είναι εμφανείς οι σημαντικές αλλαγές που συντελέσθηκαν στην ασφαλιστική αγορά.

Κατ’ αρχάς, παρατηρείται βελτίωση στην ωριμότητα της ασφαλιστικής αγοράς, ως προς τη δυναμική που αναπτύσσεται για την αντιμετώπιση προβλημάτων που αποτελούν κληρονομιά του παρελθόντος. Αναφέρομαι στην ενίσχυση της διακυβέρνησης και του ανθρώπινου δυναμικού, στην έμφαση στη διαχείριση των κινδύνων και των κεφαλαίων, που αποτελούν τις δύο όψεις του ίδιου νομίσματος, καθώς και στην ενίσχυση του ρόλου της ίδιας αξιολόγησης κινδύνου και φερεγγυότητας. Όλο και περισσότερο γίνεται κατανοητό ότι οι πρόνοιες και απαιτήσεις της Φερεγγυότητας ΙΙ δεν έχουν τεθεί για εποπτικούς και μόνο σκοπούς, αλλά, παράλληλα, καταδεικνύουν έναν τρόπο διοίκησης που θέτει σε πρώτο πλάνο τους κινδύνους και, φυσικά, την προστασία των ασφαλισμένων της από αυτούς.    

Επίσης, παρατηρείται μια μετεξέλιξη των ασφαλιστικών προϊόντων που διατίθενται στην Ελλάδα. Ο χρονικός ορίζοντας των καλύψεων μειώνεται και από ισόβιες γίνονται πλέον ετήσιες, ενώ οι χρηματοοικονομικές εγγυήσεις αντανακλούν με μεγαλύτερη ακρίβεια τις εκάστοτε επικρατούσες οικονομικές συνθήκες. Αυτές οι πρακτικές λειτουργούν θετικά τόσο για την ασφαλιστική επιχείρηση, καθώς απαιτούν λιγότερα κεφάλαια, ενισχύοντας έτσι τη φερεγγυότητά της, όσο και για τους ασφαλισμένους, καθώς οι μειωμένες κεφαλαιακές απαιτήσεις μεταφράζονται σε χαμηλότερα ασφάλιστρα. Βεβαίως, χρειάζεται σύνεση, ώστε να μην οδηγηθούμε στο να αποποιηθούν οι ασφαλιστικές επιχειρήσεις την παροχή επαρκούς διαχρονικής προστασίας ή στην αποστέρηση των ασφαλισμένων από τα κέρδη των επενδύσεων των δικών τους χρημάτων.

Περαιτέρω, στις ασφαλίσεις ζωής σχεδιάζονται και διατίθενται, όλο και περισσότερο, ασφαλιστικά προϊόντα συνδεδεμένα με επενδύσεις. Η στρατηγική αυτή είναι εύλογη σε περιβάλλον χαμηλών επιτοκίων που βιώνουμε σήμερα. Αφενός ενισχύει τη χρηματοοικονομική ισορροπία της ασφαλιστικής επιχείρησης, αφετέρου ικανοποιεί την επιδίωξη των ασφαλισμένων για υψηλότερη απόδοση στις αποταμιεύσεις τους, αναλαμβάνοντας οι ίδιοι ένα μεγαλύτερο μέρος του κινδύνου. Καθώς, όμως, αυτό συνεπάγεται την έκθεση των πελατών σε κινδύνους που σχετίζονται με τις επιχειρηματικές πρακτικές των ασφαλιστικών επιχειρήσεων, η ποιότητα της πληροφόρησης σχετικά με τους κινδύνους που αναλαμβάνουν οι πελάτες αποκτά εξέχουσα σημασία και συγκαταλέγεται μεταξύ των ενεργειών που επιβάλλεται να ενισχύσει η ασφαλιστική επιχείρηση για να περιορίσει την πιθανότητα προβληματικών πωλήσεων και των συνεπειών τους.

Εδώ θα ήθελα να σταθώ και να επισημάνω ορισμένα καίρια σημεία που σχετίζονται με την προστασία των καταναλωτών-πελατών.

Η νέα νομοθεσία για την ασφαλιστική διαμεσολάβηση, η γνωστή μας IDD (Insurance Distribution Directive), θέτοντας στο επίκεντρο την προστασία του ασφαλισμένου, ρυθμίζει αρκετά θέματα.

Οι ασφαλιστικές επιχειρήσεις οφείλουν να επιλέγουν με πολλή προσοχή την εμπορική τους πολιτική σε ό,τι αφορά τη διανομή των προϊόντων τους. Οι καταναλωτές θα πρέπει να επωφελούνται των ασφαλιστικών συμβουλών που έχουν δικαίωμα να λαμβάνουν. Και οι ασφαλιστικές επιχειρήσεις θα πρέπει να διασφαλίζουν την υψηλή ποιότητα των παρεχομένων ασφαλιστικών συμβουλών. Η έγκυρη ενημέρωση και η παροχή ασφαλιστικής συμβουλής για την επιλογή του κατάλληλου ασφαλιστικού προϊόντος, από ενημερωμένους συνεργάτες, αποτελεί τη βάση για την ικανοποίηση των ασφαλιστικών αναγκών των πελατών. Βάση στην οποία εδράζεται η εμπιστοσύνη που είναι απαραίτητη προϋπόθεση για την ανάπτυξη του κλάδου.   

Επιπλέον, το Έντυπο Βασικών Πληροφοριών (Key Information Document – KID) το οποίο έχει εισαχθεί εδώ και ένα χρόνο με τον Κανονισμό για τα PRIIPs (Packaged Retail and Insurance-based Investment Products), δηλαδή «Προϊόντα Συνδεδεμένα με Επένδυση», είναι ένα εξαιρετικά χρήσιμο εργαλείο. Από αυτό, οι επενδυτές μπορούν να αντλούν πληροφορίες για τις βασικές παραμέτρους της σκοπούμενης επένδυσής τους και να συγκρίνουν τις διαθέσιμες εναλλακτικές επενδύσεις. Σημαντικό, λοιπόν, είναι το Έντυπο Βασικών Πληροφοριών να μην καταστεί μια γραφειοκρατική υποχρέωση και να δίδεται έγκαιρα στους πελάτες από τους ασφαλιστικούς διανομείς, κατά το στάδιο που οι επενδυτές σχηματοποιούν την απόφασή τους για το είδος της επένδυσης που θα επιλέξουν.

Η διαφάνεια στη σχέση με τους καταναλωτές θα ενισχυθεί περαιτέρω με την  προωθούμενη νομοθεσία στην Ευρωπαϊκή Ένωση, που θα προβλέπει τη δημοσιοποίηση των πολιτικών για την αντιμετώπιση των κινδύνων διατηρησιμότητας (sustainability risks), ώστε να γνωρίζει ο καταναλωτής ασφαλιστικών προϊόντων το βαθμό που είναι ο ίδιος εκτεθειμένος σε τέτοιους κινδύνους.

Ολοκληρώνοντας την ανασκόπηση των εξελίξεων στην αγορά, θα ήθελα να αναφερθώ στο ρόλο της ιδιωτικής ασφάλισης στο σύστημα συντάξεων και κατ’ επέκταση στην αναπτυξιακή προσπάθεια της χώρας. Ταυτόχρονα, να διευκρινίσω ότι η ιδιωτική ασφάλιση δεν μπορεί να υποκαταστήσει την κοινωνική ασφάλιση, μπορεί, όμως, και πρέπει να λειτουργήσει συμπληρωματικά. Και αυτό διότι διεθνώς, τα συστήματα κοινωνικής ασφάλισης υπόκεινται σε μακροοικονομικές και δημογραφικές πιέσεις. Αφενός, δημοσιονομικές πιέσεις περιορίζουν την οικονομική δυνατότητα του κράτους να εξασφαλίσει ένα επαρκές επίπεδο συντάξεων. Αφετέρου, η γήρανση του πληθυσμού μειώνει τη δυνατότητα του οικονομικά ενεργού πληθυσμού να χρηματοδοτεί τις συντάξεις του αυξανόμενου αριθμού συνταξιούχων.

Στο πλαίσιο αυτό, η πολιτεία έχει στη διάθεσή της μια σειρά λύσεων. Μερικές, όπως η παράταση του εργασιακού βίου, έχουν ήδη εφαρμοστεί και στην Ελλάδα. Η αποδοτικότερη, όμως, μέθοδος ως προς τον αναπτυξιακό της χαρακτήρα – και γι’ αυτό συνηθέστερη διεθνώς – είναι η συμπλήρωση των συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων, που συσσωρεύονται στο πλαίσιο ενός δημόσιου συστήματος του πρώτου πυλώνα, με ένα σύστημα  επαγγελματικής ασφάλισης του δεύτερου πυλώνα και με προσωπικά συνταξιοδοτικά προϊόντα του τρίτου πυλώνα.

Για να δημιουργηθεί ένα τέτοιο ολοκληρωμένο αναπτυξιακό σύστημα είναι αναγκαίο να συναινέσουν όλοι οι εμπλεκόμενοι και να κατανοήσουν τους ρόλους τους. Το μεν κράτος δεν μπορεί πλέον να επιμένει να διατηρεί το μονοπώλιο των συνταξιοδοτικών παροχών. Οι δε εργοδότες πρέπει να αντιληφθούν ότι η υποχρέωσή τους να παρέχουν ασφάλεια στους εργαζομένους τους υπερβαίνει το χρόνο της απασχόλησής τους, και υφίσταται και  μετά τη συνταξιοδότησή τους. Αλλά και κάθε πολίτης πρέπει να κατανοεί ότι η οικονομική του ασφάλεια μετά τη συνταξιοδότηση εξαρτάται σε σημαντικό βαθμό από τις δικές του προσωπικές αποταμιεύσεις κατά τη διάρκεια του εργασιακού του βίου.

Η επικείμενη ενσωμάτωση στην ελληνική νομοθεσία της ευρωπαϊκής οδηγίας για τα επαγγελματικά ταμεία (IORP II) προσφέρει μια πρώτης τάξεως εκσυγχρονιστική ευκαιρία, για να διασφαλιστεί ότι τα επαγγελματικά ταμεία θα λειτουργούν σωστά, και θα εκπληρώνουν το σκοπό τους ως θεματοφύλακες των υποσχέσεων του εργοδότη προς τους εργαζόμενους, παρά ως ταμεία εναλλακτικά της κοινωνικής ασφάλισης.

Η νέα νομοθεσία θα πρέπει να συμβαδίζει με την οικονομική πραγματικότητα, ώστε η δημιουργία ταμείων επαγγελματικής ασφάλισης να αναδύεται ως μη επαχθής οικονομικά επιλογή για τις μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις, οι οποίες αποτελούν τη ραχοκοκαλιά της ελληνικής οικονομίας. Κατά συνέπεια, η εισαγωγή της δέουσας ευελιξίας στη δημιουργία επαγγελματικών ταμείων είναι εκ των ων ουκ άνευ για την επιτυχία του θεσμού. Για παράδειγμα, ο νέος νόμος θα μπορούσε να επιτρέπει σε εργοδότες του ίδιου – ή ακόμη και διαφορετικού – κλάδου δραστηριότητας, καθένας εκ των οποίων προσφέρει το δικό του συνταξιοδοτικό πρόγραμμα στους υπαλλήλους του, να συνεισφέρουν σε ένα κοινό ασφαλιστικό κεφάλαιο, το οποίο θα διαχειρίζεται, πιθανόν μαζί με άλλα συνταξιοδοτικά κεφάλαια, ένα τέτοιο ταμείο συνταξιοδοτικών παροχών.

Ομοίως, θεωρώ απαραίτητη τη θωράκιση του συστήματος μέσω του προσδιορισμού διαδικασιών για την ομαλή μεταφορά ή εκκαθάριση ή διακανονισμό των παροχών, σε περίπτωση που το επαγγελματικό ταμείο, η χρηματοδοτούσα επιχείρηση ή ο φορέας διαχείρισής του περιέλθουν σε κατάσταση αφερεγγυότητας. 

Με αυτές τις προϋποθέσεις, το σύστημα επαγγελματικής ασφάλισης θα μπορεί να εκπληρώνει το σκοπό του. Και μόνο τότε από την πλευρά του, ο κλάδος της ιδιωτικής ασφάλισης θα μπορούσε, κατόπιν ειδικής αδειοδότησης, να αναλάβει έναν αυξημένο ρόλο ως φορέας διαχείρισης επαγγελματικών ταμείων. Εξάλλου, ο ασφαλιστικός κλάδος έχει να συνεισφέρει την τεχνογνωσία και την εμπειρία του σε θέματα όπως η ανάληψη ασφαλιστικών κινδύνων, η είσπραξη των εισφορών, η καταβολή των παροχών, ο σχεδιασμός και η υλοποίηση επενδύσεων με τρόπο που λαμβάνεται υπόψη η δομή των υποχρεώσεων, και παρέχοντας αναλογιστικές και λογιστικές υπηρεσίες. Με αυτόν τον τρόπο μπορεί να δημιουργεί προστιθέμενη αξία για τα μέλη και τους δικαιούχους του συστήματος.

Ο τρίτος πυλώνας ενός συστήματος ασφάλισης μετά τη συνταξιοδότηση αφορά τα προσωπικά συνταξιοδοτικά προϊόντα. Εδώ δεν απαιτείται ιδιαίτερη εθνική πρωτοβουλία ή ενσωμάτωση κάποιας ευρωπαϊκής νομοθεσίας. Ο Κανονισμός που μόλις πριν λίγες ημέρες υιοθετήθηκε είναι άμεσα εφαρμοστέος στην Ελλάδα, όπως και στην υπόλοιπη Ευρωπαϊκή Ένωση. Με βάση τον Κανονισμό αυτό, οι ασφαλιστικές επιχειρήσεις θα έχουν πλέον τη δυνατότητα να αναλάβουν ένα νέο ρόλο στο σύστημα ασφάλισης της Ελλάδος μέσω της σχεδίασης και διάθεσης Πανευρωπαϊκών Προσωπικών Συνταξιοδοτικών Προϊόντων (pan-European Personal Pension Product – ΡΕΡΡ).

Για να χαρακτηριστεί ως ΡΕΡΡ ένα συνταξιοδοτικό προϊόν θα πρέπει να έχει σχεδιαστεί, ώστε να πληροί κοινές ευρωπαϊκές προδιαγραφές ποιότητας. Το προϊόν αυτό θα παρέχει ειδικές διευκολύνσεις για τον αποταμιευτή, π.χ. διακρατικής ισχύος και φορητότητας ή αλλαγής παρόχου, αλλά και κοινούς ευρωπαϊκούς όρους και προϋποθέσεις, π.χ. διαφάνεια, καθώς και κοινούς ευρωπαϊκούς κανόνες εποπτείας.

Οι ασφαλιστικές επιχειρήσεις έχουν την ευκαιρία να προβάλουν την εμπειρία τους σε συνταξιοδοτικά προγράμματα και να συμβάλουν, προς όφελος του καταναλωτή, στην επικράτηση του θεσμού και στη συνεπακόλουθη αύξηση της αποταμίευσης στην Ελλάδα. Η αναγκαία έγκριση της Τράπεζας της Ελλάδος για την εγγραφή ενός συνταξιοδοτικού προγράμματος ως ΡΕΡΡ θα αποτελέσει εχέγγυο της υψηλής ποιότητας των προσφερόμενων υπηρεσιών και θα πιέσει την ασφαλιστική αγορά προς περαιτέρω ενίσχυση των δομών της και της ποιότητας των υπηρεσιών της.

Η παραγωγή και διάθεση των προϊόντων αυτών, όχι μόνον από ασφαλιστικές επιχειρήσεις αλλά και από όλες τις εταιρείες του ευρύτερου χρηματοπιστωτικού τομέα, θα ενισχύσει περαιτέρω τον ανταγωνισμό σε όφελος του καταναλωτή.

Όμως, οι ασφαλιστικές επιχειρήσεις δεν σχετίζονται μόνο με συντάξεις – προσωπικές ή επαγγελματικές. Μπορούν να αναλάβουν μεγαλύτερο ρόλο και στο σύστημα υγείας και στην κάλυψη ζημιών από φυσικές καταστροφές.

Λόγω του χαμηλού ποσοστού ασφαλιστικής διείσδυσης που ανέκαθεν χαρακτήριζε την Ελλάδα, το κόστος υγείας βαρύνει ολοένα και περισσότερο τους πολίτες. Το δε κόστος των ζημιών από φυσικές καταστροφές βαρύνει κατ’ αρχάς τους ίδιους τους πληγέντες, ενώ η δυνατότητα και η έκταση τυχόν αποζημίωσής τους εξαρτάται από πολιτικές αποφάσεις, κυρίως, όμως, από τις δυνατότητες του κρατικού προϋπολογισμού. Χωρίς αμφιβολία, το κράτος πρέπει να μεριμνά για την προστασία των πολιτών. Αλλά η πατερναλιστική στήριξη προς αυτούς που έχουν ανάγκη πρέπει να παρέχεται με τρόπο που να προστατεύει τους φορολογουμένους.

Σήμερα, η ανάγκη σχεδιασμού και ανάπτυξης ενός ολοκληρωμένου συστήματος αντιμετώπισης τέτοιων καταστάσεων είναι αδήριτη. Οι ασφαλιστικές επιχειρήσεις θα πρέπει να έχουν ρόλο και να αποτελέσουν μέρος του ευρύτερου σχεδιασμού.

Ένας άλλος τομέας που η ασφαλιστική βιομηχανία μπορεί να  διαδραματίσει σημαντικό ρόλο, είναι οι περιβαλλοντικοί κίνδυνοι. Αυτό μπορεί να το επιτύχει λειτουργώντας  είτε ως μηχανισμός απορρόφησης ζημιών, μέσω της διάθεσης κατάλληλων ασφαλιστικών προγραμμάτων, είτε και ως μηχανισμός επιβράδυνσης της κλιματικής αλλαγής, μέσω της κατάλληλης επιλογής των επενδύσεων προς δραστηριότητες που στηρίζουν τους τιθέμενους κλιματικούς στόχους.

Καθώς, όμως, η μοντελοποίηση καταστροφικών γεγονότων που συνδέονται με περιβαλλοντικούς κινδύνους απομακρύνεται από τα συνήθη αναλογιστικά πρότυπα, δημιουργείται η ανάγκη εξειδικευμένης γνώσης για την κατανόηση και τη διαχείρισή τους.

Στο σημείο αυτό, επιτρέψτε μου να αναφέρω ότι η Τράπεζα της Ελλάδος ασχολείται συστηματικά με την κλιματική αλλαγή, με στόχο την ενδυνάμωση της προσαρμοστικής ικανότητας της χώρας, στηρίζοντας τις δράσεις της Επιτροπής Μελέτης Επιπτώσεων Κλιματικής Αλλαγής που λειτουργεί από το 2009 υπό την αιγίδα της Τράπεζας.

Σε αυτό το πλαίσιο, η Διεύθυνση Εποπτείας Ιδιωτικής Ασφάλισης της Τράπεζας της Ελλάδος θα συμβάλει στην παρακολούθηση και αξιολόγηση της εφαρμογής της πολιτικής προσαρμογής στην κλιματική αλλαγή, σε σχέση με τον ασφαλιστικό τομέα και σε συνεργασία με την ασφαλιστική αγορά.

Τέλος, θα ήθελα να τονίσω ότι όλα τα παραπάνω ζητήματα -οι συντάξεις, η υγεία και οι φυσικές καταστροφές- τα οποία απασχολούν τους υπεύθυνους χάραξης πολιτικής, μπορούν να αντιμετωπιστούν με βέλτιστο τρόπο από τις συνέργειες μέσω συμπράξεων μεταξύ του δημόσιου και του ιδιωτικού τομέα. Εξυπακούεται ότι η συνεργασία αυτή θα πρέπει να υπερβαίνει τους βραχυπρόθεσμους στόχους μιας κυβερνητικής θητείας και να εντάσσεται στο πλαίσιο μιας μακρόπνοης εθνικής πολιτικής. Επίσης, είναι απαραίτητο οι όροι αυτής της συνεργασίας να είναι σαφείς σε όλους τους συμμετέχοντες και διαφανείς για τα μέλη και τους δικαιούχους του κάθε συστήματος.

Φυσικά, για τα συστήματα αυτά απαιτείται η καθιέρωση υψηλών προτύπων λειτουργίας, τα οποία θα πρέπει να πληρούν οι ασφαλιστικές επιχειρήσεις, προκειμένου να συμμετάσχουν. Κατάλληλες διαδικασίες αδειοδότησης, αυξημένες κεφαλαιακές απαιτήσεις, εφαρμογή βέλτιστων πρακτικών διαχείρισης κινδύνων, συνιστούν αποτελεσματικά εργαλεία, που μπορούν να χρησιμοποιηθούν για τον έλεγχο της πρόσβασης στην αγορά, τα οποία βεβαίως πρέπει να προσαρμοστούν ανάλογα με τους συγκεκριμένους ρόλους που θα αναλάβει η ιδιωτική ασφάλιση.

Κλείνοντας, θα ήθελα να κάνω μια αναφορά στις ραγδαίες τεχνολογικές εξελίξεις  και στον εξίσου σημαντικό ρόλο που καλείται να διαδραματίσει στον τομέα αυτό η ασφαλιστική βιομηχανία.

Οι ασφαλιστικές επιχειρήσεις βασίζονται στα τεχνολογικά επιτεύγματα για την παροχή στους πελάτες τους καλύτερων και πιο ανταγωνιστικών υπηρεσιών. Από την άλλη πλευρά, οι χρήστες των νέων τεχνολογιών έχουν ανάγκη από νέα ασφαλιστικά προϊόντα, που προσφέρουν μεγαλύτερη εξασφάλιση έναντι των κινδύνων που ελλοχεύουν στην τεχνολογική καινοτομία. Καθώς η ασφαλιστική βιομηχανία έχει πρόσβαση σε μεγάλο όγκο δεδομένων (big data), μπορεί να αξιοποιήσει τις  δυνατότητες της τεχνητής νοημοσύνης και της μηχανικής μάθησης (machine learning) για να εκτιμήσει με μεγαλύτερη ακρίβεια τους κινδύνους, να καταπολεμήσει αποτελεσματικότερα την ασφαλιστική απάτη και να βελτιστοποιήσει την τιμολόγηση των ασφαλιστικών προϊόντων.

Στο πλαίσιο προώθησης και υποστήριξης της καινοτομίας, η Τράπεζα της Ελλάδος βρίσκεται στη φάση δημιουργίας ενός σημείου επαφής (Innovation Hub) για νεοφυείς και υφιστάμενες επιχειρήσεις, από το οποίο θα παρέχονται πληροφορίες για θέματα τεχνολογικής καινοτομίας (FinTech & InsurTech), καθώς και μη δεσμευτικές οδηγίες για τη συμμόρφωση καινοτόμων χρηματοπιστωτικών/ασφαλιστικών προϊόντων, υπηρεσιών ή επιχειρηματικών μοντέλων με τις υπάρχουσες κανονιστικές απαιτήσεις και για τις εκάστοτε ρυθμιστικές και εποπτικές προσδοκίες.

Κυρίες και κύριοι,

Σας ευχαριστώ για την προσοχή σας και εύχομαι καλή επιτυχία στις εργασίες της συνέλευσης.

Leave a Reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *

*