Μεγάλα τα περιθώρια ανάπτυξης του κλάδου run-off στην Ευρώπη

της Λαλέλας Χρυσανθοπούλου, από το περιοδικό Insurance World

«Πεδίον δόξης λαμπρόν» παρουσιάζεται για την ανάπτυξη του κλάδου run-off, δηλαδή την αγορά και διαχείριση (ή εκκαθάριση) παλαιών, ανενεργών ασφαλιστικών χαρτοφυλακίων. 

H εφαρμογή της Οδηγίας Solvency II στην Ευρώπη έδωσε ισχυρή ώθηση στον κλάδο, καθώς οι αυξημένες απαιτήσεις φερεγγυότητας και κεφαλαιακής επάρκειας υποχρέωσαν τις ασφαλιστικές εταιρείες να βρουν τρόπους να μειώσουν το κόστος τους και να απαλλαγούν από προβληματικά στοιχεία παθητικού που «εγκλώβιζαν» πολύτιμα κεφάλαια.

Η διακοπή δραστηριοτήτων σε ζημιογόνους κλάδους και η πώληση κλειστών χαρτοφυλακίων αποτελεί μια γρήγορη, ασφαλή και αποτελεσματική λύση, που βοηθά τις εταιρείες να απελευθερώσουν, σε σχετικά σύντομο χρονικό διάστημα, κεφάλαια που έχουν δεσμευμένα, προσφέροντάς τους παράλληλα πλήρη νομική και οικονομική «σιγουριά» (finality) για τα στοιχεία παθητικού από τα οποία απαλλάσσονται, είτε μέσω αντασφαλιστικών λύσεων είτε μέσω μεταβίβασης συγκεκριμένων δραστηριοτήτων/χαρτοφυλακίων.

Σύμφωνα με μελέτη της PwC, το ύψος της παγκόσμιας αγοράς run-off ανήλθε σε 700 δισ. δολ., εκ των οποίων τα 275 δισ. δολ. αναλογούν στην αγορά της Ευρώπης. Αναμένεται δε περαιτέρω επιτάχυνση της δραστηριότητας τα επόμενα χρόνια, με τη Γηραιά Ήπειρο στο επίκεντρο: Δεν είναι τυχαίο ότι στη σχετική έρευνα της PwC, το 61% των ερωτωμένων προέβλεψαν ότι τουλάχιστον 10 συναλλαγές run-off θα λάβουν χώρα στην Ευρώπη την επόμενη διετία. Οι λόγοι για τους οποίους η Ευρώπη αναμένεται να έχει πρωταγωνιστικό ρόλο στη μεγέθυνση της αγοράς run-off είναι οι εξής:

  • Πρώτον, η αυξημένη έμφαση που δίνουν οι ασφαλιστικές εταιρείες στη βάση κόστους τους, περισσότερο δε στις περιπτώσεις που χρησιμοποιούν πεπαλαιωμένες πλατφόρμες, που έχουν ξεπεραστεί από τις τεχνολογικές εξελίξεις.
  • Δεύτερον, το ζωηρό ενδιαφέρον που εκφράζουν για τη διαχείριση «κλειστών» χαρτοφυλακίων εταιρείες ιδιωτικών επενδυτικών κεφαλαίων, όπως η Apollo, η Blackstone, η Cinven, η CVC και άλλες. Έντονη έχει κάνει την παρουσία της τα τελευταία χρόνια και η γερμανική Darag (ελεγχόμενη από το λονδρέζικο fund Κeyhaven Capital).
  • Τρίτον, το ενδιαφέρον μεγάλων ασφαλιστικών ομίλων από την Ασία, όπως η Anbang (πριν βρεθεί στο στόχαστρο των αρχών του Πεκίνου…), η Fosun International και η Dai Ichi Life, που επιδιώκουν να ενισχύσουν το διεθνές τους αποτύπωμα.
  • Τέταρτον, το γεγονός ότι πολλοί από τους μεγάλους ευρωπαϊκούς ασφαλιστικούς ομίλους (Generali, AXA, Aviva κ.ά.) επιδιώκουν να απαλλαγούν από δευτερεύουσας σημασίας δραστηριότητες. Είναι χαρακτηριστικό το γεγονός ότι η πώληση του χαρτοφυλακίου ασφαλειών ζωής της Generali στη Γερμανία, Generali Leben, μέσω run-off, μονοπωλεί το ενδιαφέρον της αγοράς από τις αρχές του χρόνου.
  • Πέμπτον, η στροφή στην Ευρώπη από τα «παλιά» προϊόντα με τις εγγυημένες υψηλές αποδόσεις σε νέα προϊόντα με χαμηλότερες εγγυήσεις και κεφαλαιακές δεσμεύσεις.
  • Έκτον, η αυξημένη δραστηριότητα στις αντασφαλίσεις, καθώς οι ασφαλιστικές εταιρείες επιδιώκουν να επαναδιανείμουν τα κεφάλαια στις δραστηριότητές τους χρησιμοποιώντας πιο εξελιγμένα «εργαλεία».
  • Και, τέλος, η εν εξελίξει διαδικασία πώλησης προϊόντων με ετήσια πρόσοδο (annuity books) από εταιρείες που στοχεύουν στην αύξηση της αποδοτικότητας των κεφαλαίων στον ισολογισμό τους (Aegon, Zurich Insurance, Equitable Life κ.ά.).

Με δεδομένο το ότι στην Ευρώπη κυρίαρχο ρόλο στα run-off καταλαμβάνει η Γερμανία (με μερίδιο αγοράς σχεδόν 50%), δεν προξενεί έκπληξη που το θέμα απασχόλησε τη γερμανική Εποπτική Αρχή του Χρηματοοικονομικού Κλάδου, Bafin, ιδίως όσον αφορά την προστασία των πελατών κατά τη μεταβίβαση «κλειστών» χαρτοφυλακίων ασφαλειών ζωής. Στο πλαίσιο αυτό, η Bafin κυκλοφόρησε πρόσφατα έναν χρηστικό οδηγό για τα run-off, τα κυριότερα σημεία του οποίου παρουσιάζει το iw:

Τι σημαίνει run-off;

O όρος “run-off” περιγράφει μια ποικιλία σεναρίων για την εκκαθάριση ενός χαρτοφυλακίου (ή μέρους αυτού) μιας ασφαλιστικής εταιρείας: Πέρα από την παύση ανάληψης νέων κινδύνων σε συγκεκριμένες γραμμές δραστηριοτήτων ή γεωγραφικές περιοχές, ο όρος περιλαμβάνει και ένα στοιχείο ενεργού διαχείρισης: Η ασφαλιστική εταιρεία επιδιώκει να τερματίσει τις εν λόγω δραστηριότητες κατά τον πλέον κερδοφόρο τρόπο ή, τουλάχιστον, με τις ελάχιστες δυνατές απώλειες. Η ασφαλιστική μπορεί να προσφύγει σε εξωτερικούς συνεργάτες για τον σκοπό αυτό, είτε για παροχή συμβουλευτικών υπηρεσιών είτε για outsourcing κάποιων δραστηριοτήτων.

Γιατί γίνονται; 

Όπως επισημαίνει η Bafin, «οι εξελίξεις στις αγορές χρήματος και κεφαλαίου μετά τη χρηματοοικονομική κρίση οδήγησαν τις ασφαλιστικές εταιρείες σε εκ βάθρων επανεξέταση των επιχειρηματικών τους μοντέλων. Εκτός από το περιβάλλον χαμηλών επιτοκίων, σε αυτό συνέβαλαν και οι αλλαγές στο κοινωνικό, ρυθμιστικό και τεχνικό πλαίσιο. Είναι, λοιπόν, κατανοητό γιατί οι ασφαλιστικές εξετάζουν όλες τις δραστηριότητές τους για να διαπιστώσουν αν μπορούν να συνεχίσουν να λειτουργούν βιώσιμα υπό την παρούσα μορφή τους. Ειδικά στην περίπτωση του κλάδου ασφαλειών ζωής στη Γερμανία, οι πάροχοι των σχετικών υπηρεσιών αντιμετωπίζουν το πρόβλημα ότι οι προοπτικές για την κερδοφορία τους επιδεινώνονται, τη στιγμή που οι κεφαλαιακές απαιτήσεις και οι απαιτήσες για τον εκσυγχρονισμό των διαδικασιών τους αυξάνονται.

Οι αντιδράσεις των ασφαλιστικών απέναντι στην πραγματικότητα αυτή ποικίλλουν: Ορισμένες αποφάσισαν να μην προσφέρουν πλέον «παραδοσιακές» ασφάλειες ζωής (εγγυημένης απόδοσης). Αυτό σημαίνει ότι, είτε de facto είτε επίσημα, σταματούν να συνάπτουν νέα συμβόλαια και πάνε σε εσωτερικό run-off.

Από την άλλη πλευρά, υπάρχουν πολλοί επενδυτές που είναι διατεθειμένοι να επενδύσουν σε «κλειστά» χαρτοφυλάκια ασφαλειών ζωής στη Γερμανία. Οι περισσότεροι από τους επενδυτές αυτούς προέρχονται εκτός Ευρώπης. Οι συναλλαγές αυτές καθαυτές, ωστόσο, διενεργούνται μέσω εταιρειών holding (πλατφόρμες run-off) στη Γερμανία. Τα προαναφερθέντα χαρτοφυλάκια ενδιαφέρουν τους επενδυτές, γιατί οι ταμειακές ροές που απορρέουν από αυτά μπορούν εύκολα να προβλεφθούν σε ορίζοντα δεκαετιών. Πιο συγκεκριμένα, αν γίνει αποδοτική διαχείριση των χαρτοφυλακίων αυτών, μπορούν να είναι κερδοφόρα.

Οι πλατφόρμες run-off δεν διαθέτουν παλαιά (άρα και κατά τεκμήριο δύσχρηστα) συστήματα διαχείρισης και δεν δαπανούν πόρους σε σχεδιασμό και διανομή προϊόντων.

Είναι τα run-off κάτι καλό ή κακό για τους πελάτες;

Η κυρίαρχη άποψη στην κοινή γνώμη είναι ότι είναι σαφώς «κακά». Όμως, αυτή η γενίκευση δεν είναι ακριβής. Καταρχάς, πρέπει να γίνει διάκριση μεταξύ «εξωτερικού» και «εσωτερικού» run-off, με τα πρώτα να κυριαρχούν στον δημόσιο διάλογο. Εξωτερικό run-off σημαίνει ότι το χαρτοφυλάκιο πωλείται σε επενδυτή. Αυτό μπορεί να συμβεί με δύο τρόπους: Είτε πωλείται ολόκληρος ο ασφαλιστικός όμιλος (αλλαγή ιδιοκτησιακού καθεστώτος-change of ownership) είτε το χαρτοφυλάκιο μεταβιβάζεται σε άλλη ασφαλιστική (portfolio transfer). Μόνο στη δεύτερη περίπτωση αλλάζει ο αντισυμβαλλόμενος του πελάτη.

Οι φόβοι για τα εξωτερικά run-off εδράζονται στην αίσθηση ότι οι εξειδικευμένες σε run-off εταιρείες δεν ενδιαφέρονται για την άποψη που έχουν οι πελάτες τους γι’ αυτές. Κι όμως, οι ειδικοί των run-off δεν έχουν την πολυτέλεια να αδιαφορούν για την εικόνα τους. Το επιχειρηματικό τους μοντέλο τούς υποχρεώνει να επικεντρωθούν στη διαχείριση των χαρτοφυλακίων σε μακροπρόθεσμο ορίζοντα. Επιπροσθέτως, αν επιθυμούν να αποκτήσουν κι άλλα χαρτοφυλάκια, η καλή φήμη είναι προαπαιτούμενο για την επιτυχία μελλοντικών συναλλαγών.

Η απάντηση στο ερώτημα αν μια συναλλαγή run-off είναι καλή ή κακή για τους πελάτες εξαρτάται εν τέλει από το πώς θα εκτελεστεί. Τόσο στην περίπτωση της αλλαγής ιδιοκτησιακού καθεστώτος όσο και στην περίπτωση της μεταβίβασης χαρτοφυλακίου, η εποπτική αρχή πρέπει να αναλάβει δράση και να εξετάσει τη συναλλαγή, με γνώμονα την προστασία των συμφερόντων των ασφαλισμένων. Αν αυτά διασφαλίζονται, τότε πρέπει να εγκρίνει το deal. Σημειώνεται ότι μέχρι τις αρχές Μαρτίου 2018, έξι εταιρείες ασφαλειών ζωής στη Γερμανία προχώρησαν σε εξωτερικά run-off. Η πρώτη καταγεγραμμένη συναλλαγή run-off στον κλάδο ζωής έλαβε χώρα το 2013, η πλέον πρόσφατη το καλοκαίρι του 2017. Σε πέντε από τις έξι περιπτώσεις υπήρξε αλλαγή ιδιοκτησιακού καθεστώτος και μόνο σε μία μεταβίβαση συγκεκριμένου χαρτοφυλακίου. Επιπροσθέτως, τρεις ακόμη εταιρείες ασφαλειών ζωής βρίσκονται επισήμως σε εσωτερικό run-off.

Προστασία των συμφερόντων των πελατών

Σε συναλλαγές που έχουν λάβει χώρα στη Γερμανία (με πιο πρόσφατο παράδειγμα την πώληση του ταμείου συντάξεων του Cofra Group, που ελέγχει την αλυσίδα πολυκαταστημάτων των C&A στη run-off πλατφόρμα Frankfurt Leben, ιδιοκτησίας της κινεζικής Fosun) έχουν προκύψει κάποια ερωτήματα στα οποία επιχειρεί να απαντήσει η BaFin, δημιουργώντας προηγούμενο και για μελλοντικές συναλλαγές.

Το πρώτο ερώτημα αφορά στην ικανότητα του νέου αγοραστή να διαχειριστεί αποτελεσματικά το χαρτοφυλάκιο ασφαλειών ζωής που αγόρασε. Αν αυτό δεν μπορεί να απαντηθεί θετικά με βεβαιότητα, τότε η συναλλαγή θα πρέπει να μπλοκαριστεί. Το επίπεδο της ασφάλειας των πελατών δεν εξαρτάται μόνο από τους χρηματοοικονομικούς πόρους του αγοραστή, αλλά και την ικανότητα του ομίλου να στηρίξει την εταιρεία αν βρεθεί σε οικονομικές δυσκολίες.

Αν αναμένεται μείωση των επιπέδων ασφαλείας, τότε η εποπτική αρχή θα πρέπει να ζητήσει εγγυήσεις, όπως π.χ. να ζητήσει από την εταιρεία αγοραστή να δεσμευθεί ότι για συγκεκριμένη χρονική περίοδο, η κεφαλαιακή της επάρκεια δεν θα υποχωρήσει κάτω από ένα επίπεδο που θα έχει συμφωνηθεί. Η εποπτική αρχή μπορεί, επίσης, να απαιτήσει δεσμεύσεις ότι οι πελάτες δεν θα επιβαρυνθούν με πρόσθετα διοικητικά κόστη.

Εν κατακλείδι, θα μπορούσαμε να χρησιμοποιήσουμε την επισήμανση του Neil Freshwater, διευθύνοντος συμβούλου της Zurich Legacy Solutions: «Η αγορά run-off είναι εύρωστη τόσο στην Ευρώπη, όπου η νομοθεσία που διέπει τις μεταβιβάσεις ασφαλιστικών χαρτοφυλακίων είναι εδραιωμένη, αλλά και στις ΗΠΑ, όπου κυριαρχούν οι αντασφαλιστικές λύσεις… Οι πωλητές βελτιώνονται στη διαχείριση run-off χαρτοφυλακίων, με αποτέλεσμα περισσότερα και μεγαλύτερα χαρτοφυλάκια να βγαίνουν στην αγορά. Οι δε αγοραστές εμφανίζουν αυξανόμενη κεφαλαιακή επάρκεια και διαχειριστική ικανότητα. Την ίδια στιγμή, ο πήχης των εποπτικών απαιτήσεων ανεβαίνει συνεχώς. Ως εκ τούτου, το εκτενές due diligence στα χρηματοοικονομικά μεγέθη, τη διαχείριση αιτήσεων αποζημιώσεων και σε λειτουργικά θέματα είναι ζωτικής σημασίας για επιτυχημένα deals…».

Leave a Reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *

*