Πάνω από 50% οι ανασφάλιστες επιχειρήσεις στην Ελλάδα

Αν και το κόστος ασφάλισης είναι μικρό, η ενημέρωση των επιχειρηματιών γύρω από το θέμα ασφάλισης της επιχείρησης τους ­­είναι περιορισμένη, καθώς το θεωρούν ως χαμένα χρήματα και όχι παράγοντα ασφαλείας από ενδεχόμενη καταστροφή τους η οποία θα τους οδηγήσει σε κλείσιμο της επιχείρησης, καταδεικνύοντας ότι δεν έχουν γίνει οι σωστές κινήσεις για να αναπτυχθεί ασφαλιστική συνείδηση.
Οι επιπτώσεις από τα πρόσφατα επεισόδια στο κέντρο της Αθήνας έφεραν στην επιφάνεια πάλι το θέμα των ανασφάλιστων επιχειρήσεων. Οι αποζημιώσεις που δόθηκαν σε 400 περίπου επιχειρήσεις κατά το τελευταίο δίμηνο απέδειξαν σε μεγάλο βαθμό τη χρησιμότητα της ασφάλισης των επιχειρήσεων, το χαμηλό σχετικά κόστος της σε σχέση με την απόδοσή της αλλά και πόσο αδιάφοροι παραμένουν οι Έλληνες επιχειρηματίες σε σχέση με την ασφάλιση.
 Σύμφωνα με εκτίμηση του διευθύνοντα συμβούλου της HDI Gerling κ. Νότη Βαγιακάκου στο σύνολο των Μικρομεσαίων Επιχειρήσεων που παρουσιάζουν ετήσιο τζίρο της τάξης των 2-3 εκατ. ευρώ οι ανασφάλιστες ξεπερνούν το 50%. Αντίθετα σε ό,τι αφορά τις μεγάλες επιχειρήσεις και τις βιομηχανίες οι περισσότερες είναι ασφαλισμένες άμεσα είτε έμμεσα μέσω τραπεζικών δανείων. O κ. Βαγιακάκος της HDI Gerling, δηλώνει στο iw ότι:
 Το πρόβλημα με τις ανασφάλιστες μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις στην Ελλάδα, έγκειται στο γεγονός ότι οι επιχειρηματίες βλέπουν την ασφάλιση ως δαπάνη και όχι ως επένδυση. Αυτό σημαίνει ότι σε
καιρούς δύσκολους όπως είναι οι σημερινοί, οι επιχειρηματίες αποφεύγουν να πληρώσουν τα ελάχιστα χρήματα που απαιτεί μία τυπική ασφάλιση της επιχείρησης, των προϊόντων και των ανθρώπων της.
 Ας μην ξεχνάμε, ότι η ασφάλιση εντασσόμενη στα πάγια έξοδα εκπίπτει ως φορολογική δαπάνη.
Στο σημείο αυτό θα πρέπει να κάνουμε τον διαχωρισμό μεταξύ μεγάλων και μικρών μεσαίων επιχειρήσεων. Οι μεγάλες ελληνικές και ξένες πολυεθνικές είναι ασφαλισμένες σχεδόν σε ποσοστό 100%.
 Αντίθετα, οι μικρές και οι μεσαίες επιχειρήσεις στην Ελλάδα είναι υπο-ασφαλισμένες (σε ποσοστά άνω του 50%) είτε λόγω άγνοιας, είτε λόγω αδιαφορίας. Ωστόσο η πίτα στο Corporate Market μικραίνει τα τελευταία χρόνια λόγω εξαγορών και συγχωνεύσεων. Σε ό,τι αφορά τις μικρο-μεσαίες επιχειρήσεις μπορεί οι ιδιοκτήτες να θεωρούν ως περιττά έξοδα την ασφάλισή τους αλλά οι ασφαλιστικές εταιρίες έχουν λαμπρό πεδίο δράσης προκειμένου να πείσουν τους.
 Τι πρέπει και τι μπορούν να ασφαλίζουν οι επιχειρήσεις
 Μία επιχείρηση μπορεί να ασφαλιστεί σε 3 επίπεδα. Μπορεί να πραγματοποιήσει Ασφάλιση Περιουσίας κάθε είδους, ασφαλίζοντας ουσιαστικά τα πάγιά της, μπορεί να ασφαλιστεί σε επίπεδο Ανθρώπινου Δυναμικού (ομαδικές ασφαλίσεις, ασφαλίσεις Αστικής Ευθύνης Στελεχών Επιχειρήσεων, συνταξιοδοτικά και νοσοκομειακά προγράμματα) και να ασφαλιστεί σε επίπεδο Ισολογισμού (απιστίες, κλοπές, διακοπή εργασιών).
 Ενδεικτικές καλύψεις οικοδομής και επιχειρηματικής έδρας, καθώς και απώλειας εσόδων από ζημιές
 
 Καλύψεις: οικοδομή & περιέχομενο
•Πυρκαγιά
          Κεραυνός
          Καπνός (συνεπεία πυρκαγιάς)
          Πυρκαγιά από δάσος
          Ζημιές από προσπάθεια καταστολής πυρκαγιάς
• Έξοδα αποκομιδής, μεταφοράς συντριμμάτων
            & κατεδάφισης
          Αστική ευθύνη σε τρίτους από πυρκαγιά
          Αστική ευθύνη σε τρίτους από έκρηξη
          Πτώση αεροσκαφών
          Έκρηξη θερμοσίφωνα, λέβητα θέρμανσης,
            πετρελαιομηχανής, συσκευών υγραερίου,
            φυσικού αερίου, εγκαταστάσεων φυσικού αερίου
          Προστασία υπασφάλισης
• Έξοδα φύλαξης
          Αξίες αποκατάστασης, αντικατάστασης
          Διάρρηξη σωληνώσεων ύδρευσης, θέρμανσης, εγκαταστάσεων sprinklers, ψύξης και αποχέτευσης
          Πλημμύρα από πλυντήρια, ψυγεία
• Πλημμύρα από θερμοσίφωνες, κλιματιστικά
• Διαρροή πετρελαίου από συσκευές ή δεξαμενή
          Έξοδα αντικατάστασης θερμοσίφωνα ή boiler
          Πρόσκρουση οχημάτων τρίτων
          Θραύση επιγραφών
          Θραύση υαλοπινάκων και καθρεπτών
          Στάσεις, απεργίες, οχλαγωγίες, πολιτικές ταραχές
          Kακόβουλες ενέργειες
          Έξοδα άντλησης υδάτων από πλημμύρα
          Αλλοίωση τροφίμων
          Αστική ευθύνη του ασφαλισμένου έναντι
            του ιδιοκτήτη της οικοδομής από πυρκαγιά
• Αστική ευθύνη από διάρρηξη σωλήνων
            ύδρευσης, θέρμανσης, εγκαταστάσεων sprinklers,   ψύξης και αποχετεύσεως
          Αστική ευθύνη από πλημμύρα από θερμοσίφωνες, κλιματιστικά
 •          Αστική ευθύνη από πλημμύρα, από πλυντήρια   και ψυγεία
          Κάλυψη εμπιστοσύνης υπαλλήλων για αξιόποινες πράξεις
• Ίδιες ζημιές στον λέβητα από έκρηξη
          Ζημιές στην οικοδομή από πτώση δέντρων
          Απώλεια ενοικίου από πυρκαγιά
          Βραχυκύκλωμα στον ηλεκτρικό πίνακα της οικοδομής
          Αστική ευθύνη από πτώση αντικειμένων
          Έξοδα πολιτικών μηχανικών & αρχιτεκτόνων
• Βραχυκύκλωμα σε ηλεκτρικές και ηλεκτρονικές συσκευές
          Μεταφορά χρημάτων, επιταγών και γραμματίων
• Κλοπή χρημάτων από χρηματοκιβώτιο & συρτάρια κλειδωμένα
          Ληστεία ασφαλισμένων αντικειμένων
          Ληστεία χρημάτων (Hold up)
          Αστική Ευθύνη έναντι τρίτων από τη λειτουργία της επιχείρησης
          Αστική Ευθύνη έναντι εργατοϋπαλληλικού προσωπικού
          Έξοδα μετακόμισης, αποθήκευσης, επανεγκατάστασης
•Ατυχήματα ασφαλισμένου και εργατοϋπαλληλικού προσωπικού.
 
 Προαιρετικές καλύψεις: οικοδομή & περιεχόμενο
• Κλοπή κατόπιν διάρρηξης
• Πλημμύρα, Καταιγίδα, Θύελλα, Χιόνι, Χαλάζι, Παγετός
• Βραχυκύκλωμα σε ηλεκτρικές και ηλεκτρονικές συσκευές
• Σεισμός
          Απώλεια κερδών και γενικών εξόδων της επιχείρησης
            από καλυπτόμενο κίνδυνο
  Έρευνα της Ευρωπαϊκής Ένωσης για τις ασφάλειες επιχειρήσεων
 Το 2005 η Ευρωπαική Ένωση των 25 διεξήγαγε τη μεγαλύτερη έρευνα που είχε διεξαχθεί ποτέ στην Γηραιά Ήπειρο σχετικά με τις ασφαλίσεις των επιχειρήσεων. Η έρευνα αυτή συνεχίστηκε μέχρι το 2007 με ερωτηματολόγια σε επιχειρήσεις και ασφαλιστικές εταιρίες προκειμένου να διαπιστώσουν το μέγεθος και το είδος της ασφαλιστικής αγοράς στα 25 κράτη μέλη της Ε.Ε. Τα συμπεράσματα της έρευνας ήταν ενδιαφέροντα και τα παρουσιάζουμε αυτούσια.
 Κοινή παράμετρος είναι ότι η ασφάλιση επιχειρήσεων είναι ιδιαίτερα αποδοτική χρηματοοικονομικά για τις επιχειρήσεις που την εφαρμόζουν σωστά. Απώτερος στόχος είναι να δημιουργηθεί ένας καταστατικός χάρτης ενιαίας ασφάλισης επιχειρήσεων ανάμεσα στα κράτη μέλη. Θεωρητικά θα μπορεί μία ελληνική επιχείρηση να ασφαλιστεί με τους ίδιους όρους και τιμολόγια σε οποιαδήποτε ασφαλιστική εταιρία των 25 κρατών μελών αλλά και οποιαδήποτε εταιρία με έδρα της στα 25 κράτη μέλη να ασφαλιστεί σε ασφαλιστική εταιρία της Ελλάδας.
Η έρευνα σχετικά µε τον τοµέα της ασφάλισης επιχειρήσεων σκοπό έχει την ανάλυση της παροχής ασφαλιστικών προϊόντων και υπηρεσιών σε επιχειρήσεις στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Όπως αναφέρεται σε ανακοίνωση της Επιτρόπου Kroes βασικός στόχος της είναι να κατανοήσουµε τον τρόπο λειτουργίας του τοµέα αυτού, πράγµα που θα επιτρέψει τον εντοπισµό στρεβλώσεων του ανταγωνισµού. 

Μετά τον εντοπισµό των στρεβλώσεων αυτών, θα καταστεί δυνατή η αντιµετώπισή τους είτε από την Επιτροπή είτε από τις εθνικές αρχές ανταγωνισµού στο πλαίσιο του Ευρωπαϊκού Δικτύου Ανταγωνισµού. Τα προσωρινά πορίσµατα της τοµεακής έρευνας, όπως παρουσιάζονται στην παρούσα ενδιάµεση έκθεση, στηρίζονται σε θεωρητική έρευνα καθώς και σε έρευνα που πραγµατοποιήθηκε σε ασφαλιστικές επιχειρήσεις, ασφαλιστικούς διαµεσολαβητές και αντασφαλιστές, και εθνικές ενώσεις ασφαλιστών, διαµεσολαβητών και διαχειριστών κινδύνου.

Η διεξαγωγή της έρευνας όσον αφορά τους ασφαλιστές και τους διαµεσολαβητές, κυρίως µεσίτες, έγινε µε τη χρησιµοποίηση στατιστικών δειγµατοληπτικών µεθόδων. Τα ποσοστά των απαντήσεων που λήφθηκαν στα διάφορα στάδια της έρευνας κυµαίνονται από 80% έως 100%.
Στην έρευνα εξετάστηκαν τα εξής θέµατα:
• χρηµατοπιστωτικές πτυχές του τοµέα ασφάλισης επιχειρήσεων,
• διάρκεια των συµβάσεων στον τοµέα ασφάλισης επιχειρήσεων
• αντασφάλιση
• διάρθρωση, ρόλος και αµοιβές των διαύλων διανοµής
• οριζόντια συνεργασία µεταξύ ασφαλιστών.
ημιά στις εγκαταστάσεις ή στο εμπόρευμα ή και σε κάποιο εργαζόμενο μπορεί να οδηγήσει ακόμη και στο κλείσιμο της επιχείρησης. Οι ασφαλιστικές εταιρίες έχουν ειδικά πακέτα και για τις μικρές επιχειρήσεις όλων των κλάδων που ξεκινούν από 150 ευρώ για ασφαλιζόμενη αξία 500.000 ευρώ περίπου.  
Χρηματοπιστωτικές πτυχές του τομέα ασφάλισης επιχειρήσεων
Σύµφωνα µε τα αποτελέσµατα βάσει ενός τυπικού δείκτη αποδοτικότητας που χρησιµοποιείται συνήθως από τον κλάδο και παρέχει ένα µέτρο σύγκρισης από πλευράς ανταγωνισµού, η αποδοτικότητα είναι υψηλή στον τοµέα της ασφάλισης επιχειρήσεων σε επίπεδο της Ε.Ε. των 25.
 Η αποδοτικότητα προ φόρων στην ασφάλιση επιχειρήσεων ήταν περίπου 26% στις τρεις µεγαλύτερες ευρωπαϊκές αγορές ασφάλισης το 2005 µε µεγάλες διακυµάνσεις τόσο όσον αφορά τους διάφορους ασφαλιστικούς κλάδους όσο και τα κράτη µέλη. Οι δείκτες του τεχνικού αποτελέσµατος όσον αφορά τις ασφαλίσεις διαφέρουν σε ποσοστό µέχρι και 200% στην ΕΕ-25 για τον ίδιο κλάδο ασφάλισης και µέχρι 100% εντός της ίδιας χώρας για διαφορετικούς κλάδους ασφάλισης. Η αποδοτικότητα παρέµεινε επίσης διαχρονικά υψηλή στα περισσότερα κράτη µέλη αλλά είναι αισθητά υψηλότερη στα νέα κράτη µέλη σε σχέση µε την Ε.Ε. των 15. Οι συνιστώσες του κόστους των ασφαλιστικών εταιριών διαφέρουν αισθητά στην Ε.Ε. 25 και δεν παρατηρείται τάση σύγκλισης.
Ειδικότερα, οι ασφαλιστικές εταιρίες των νέων κρατών µελών εµφανίζουν σταθερά υψηλότερους δείκτες κόστους.
 σε σύγκριση µε την Ε.Ε. των 15. Αυτό φαίνεται να υποδηλώνει ότι σε επίπεδο κρατών µελών, οι λιγότερο αποτελεσµατικές αγορές εµφανίζουν επίσης υψηλότερη αποδοτικότητα.
Ο βαθµός διακύµανσης της αποδοτικότητας υποδηλώνει σηµαντικό βαθµό κατακερµατισµού των αγορών και τα ενδεχόµενα περιθώρια µείωσης των τιµών σε αρκετά κράτη µέλη. Η υψηλή και σταθερή αποδοτικότητα σε ορισµένα κράτη µέλη ενδέχεται να είναι το αποτέλεσµα άσκησης ισχύος στην αγορά. Η περαιτέρω έρευνα θα εστιασθεί στην ενδεχόµενη αιτιώδη συνάφεια µεταξύ των χρηµατοοικονοµικών επιδόσεων και των ενδεχόµενων φραγµών του ανταγωνισµού σε ορισµένες αγορές. 

Τέλος, αξίζει να σηµειωθεί ότι ορισµένα κράτη µέλη εµφανίζουν µια συστηµατικά υψηλότερη αποδοτικότητα στο τµήµα των µικροµεσαίων επιχειρήσεων (ΜΜΕ) σε σχέση µε το τµήµα των µεγάλων επιχειρηµατικών πελατών. Το γεγονός αυτό µπορεί να υποδηλώνει ότι σε αυτά τα κράτη µέλη οι ασφαλίσεις των ΜΜΕ χρησιµοποιούνται για την διεπιδότηση των χαµηλών αποδόσεων στο τµήµα της αγοράς που αφορά τις µεγάλες επιχειρήσεις.

  Διάρκεια των συμβάσεων στον τομέατης ασφάλισης επιχειρήσεων
Τα στοιχεία της έρευνας δείχνουν ότι η µέση διάρκεια των ασφαλιστικών συµβάσεων ένα κλάδο διαφέρει αισθητά από το ένα κράτος µέλος στο άλλο.
 Ενώ σε πολλά κράτη µέλη η πλειοψηφία των ασφαλιστικών συµβάσεων συνάπτονται σε ετήσια βάση, οι µακροπρόθεσµες συµφωνίες είναι συνηθισµένες σε ορισµένα άλλα κράτη µέλη όπως η Αυστρία, η Ιταλία, οι Κάτω Χώρες και η Σλοβενία. 

Επιπλέον, είναι συχνή η χρήση ρητρών που επιτρέπουν την αυτόµατη ανανέωση ή παράταση συµβάσεων. Τα στοιχεία δεν δείχνουν να υπάρχουν ουσιαστικές διαφορές µεταξύ των πρακτικών που αφορούν τις µεγάλες επιχειρήσεις και τις ΜΜΕ. Σε ορισµένες περιπτώσεις, η διάρκεια της ασφαλιστικής κάλυψης που παρέχεται από µια σύµβαση είναι βασικό χαρακτηριστικό του προϊόντος που ορίζεται και διατίθεται στην αγορά από την ασφαλιστική εταιρία.

 Στο βαθµό που η διάρκεια της κάλυψης αποτελεί εγγενές χαρακτηριστικό του οριζόµενου προϊόντος, είναι αµφίβολο αν αυτό θα µπορούσε να θεωρηθεί ως περιορισµός του ανταγωνισµού. Ωστόσο, εάν δεν συµβαίνει αυτό, οι µακροπρόθεσµες συµφωνίες στον τοµέα της ασφάλισης επιχειρήσεων θα µπορούσαν, υπό ορισµένες συνθήκες, να προκαλούν προβλήµατα ανταγωνισµού που συνδέονται µε τον κίνδυνο αποκλεισµού των ασφαλιστικών αγορών για νεοεισερχόµενους φορείς. 

Η εκτίµηση των αποτελεσµάτων αποκλεισµού των µακροχρόνιων συµφωνιών εξαρτάται ιδίως από το σωρευτικό αποτέλεσµα που θα έχουν παρόµοια δίκτυα µακροπρόθεσµών συµβάσεων στην πρόσβαση στην αγορά. Επίσης, εξαρτάται από την αξιολόγηση άλλων παραγόντων σχετικά µε το οικονοµικό και νοµικό πλαίσιο της συµφωνίας.

Οι παράγοντες αυτοί συνδέονται, αφενός, µε τη δυνατότητα ενός νέου φορέα να διεισδύσει σε οµάδες συµβάσεων και, αφετέρου, µε τους όρους βάσει των οποίων λειτουργούν οι ανταγωνιστικές δυνάµεις στη σχετική αγορά. Τέλος, είναι απαραίτητο να αξιολογηθεί ο βαθµός στον οποίο οι συµφωνίες που συνάπτονται από τους ασφαλιστές συµβάλλουν στο σωρευτικό αποτέλεσµαπου δηµιουργείται από το σύνολο παρόµοιων συµβάσεων που απαντώνται στην αγορά αυτή. Η περαιτέρω έρευνα θα επιτρέψει την αξιολόγηση της πιθανότητας εµφάνισης αυτών των κινδύνων αποκλεισµού.
 Αντασφάλιση
Ένας σηµαντικός αριθµός των σηµαντικότερων αντασφαλιστών σε παγκόσµιο επίπεδο είναι εγκατεστηµένος στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Ασκούν δραστηριότητες σε διεθνή βάση δεδοµένου ότι η αντασφάλιση είναι κατά κύριο λόγο διεθνής επιχειρηµατική δραστηριότητα.
 Η πρακτική της Ευρωπαϊκής Επιτροπής στον τοµέα της εκτίµησης των συγκεντρώσεων είναι ότι η παροχή υπηρεσιών αντασφάλισης θα πρέπει να θεωρείται ως µια ενιαία σχετική αγορά προϊόντος που καλύπτει την παροχή αντασφάλισης για όλες τις κατηγορίες κινδύνων, δεδοµένου ότι ένας αντασφαλιστής που καλύπτει κινδύνους µιας συγκεκριµένης κατηγορίας µπορεί να µεταφέρει γρήγορα και εύκολα κεφάλαια και πόρους από την κατηγορία αυτή για την κάλυψη µιας διαφορετικής κατηγορίας κινδύνου (δυνατότητα υποκατάστασης από πλευράς προσφοράς). 

Τα αποτελέσµατα της έρευνας δείχνουν ότι ποσοστό 91% των ασφαλιστών λαµβάνουν υπόψη τη βαθµολογική κατάταξη κατά την επιλογή των αντασφαλιστών και ότι το 95% αυτών των ασφαλιστών έχουν προσδιορίσει µια ελάχιστη βαθµολόγηση κάτω από την οποία δεν εξετάζουν το ενδεχόµενο σύναψης σύµβασης µε αντασφαλιστές που δεν πληρούν αυτό το κατώφλι. Η διαπίστωση αυτή θέτει το ζήτηµα της δυνατότητας υποκατάστασης από πλευράς ζήτησης των διαφόρων αντασφαλιστών και, συνεπώς, κατά πόσο οι βαθµολογήσεις µπορούν να επηρεάζουν σε συγκεκριµένες περιπτώσεις τον ορισµό της αγοράς προϊόντος.

 Επιπλέον, στην περίπτωση µείωσης της βαθµολόγησης ενός σηµαντικού αριθµού αντασφαλιστών, προκύπτει το ερώτηµα κατά πόσο οι ασφαλιστικές εταιρείες θα διατηρήσουν τις απαιτήσεις τους όσον αφορά τη βαθµολόγηση των αντασφαλιστών, δεδοµένου ότι αυτό θα οδηγούσε σε µια κατάσταση στην οποία θα υπήρχε ένας πολύ περιορισµένος µόνο αριθµός αντασφαλιστών που θα ήταν σε θέση να παρέχουν κάλυψη στους περισσότερους ασφαλιστές. 

Η έρευνα δείχνει επίσης ότι οι επιχειρήσεις αντασφάλισης που δραστηριοποιούνται στην Ε.Ε. ενσωµατώνουν τη λεγόµενη ρήτρα «βέλτιστων όρων και προϋποθέσεων» στις συµβάσεις µε τους πελάτες τους, τους πρωτασφαλιστές. Η ρήτρα αυτή επιτρέπει σε έναν δεδοµένο αντασφαλιστή να επωφεληθεί από τυχόν ευνοϊκότερους όρους που θα µπορούσαν να είχαν συµφωνηθεί µεταξύ του ιδίου πρωτασφαλιστή και ενός άλλου αντασφαλιστή στο πλαίσιο της ίδιας συµφωνίας αντασφάλισης.

Η εν λόγω ρήτρα «βέλτιστων όρων και προϋποθέσεων» µπορεί να εµφανισθεί σε σύµβαση καθώς και σε προαιρετική αντασφάλιση. Η ρήτρα «βέλτιστων όρων και προϋποθέσεων» εναρµονίζει τους όρους και τις προϋποθέσεις µε βάση το ευνοϊκότερο επίπεδο για τους σχετικούς αντασφαλιστές, ανεξάρτητα από τα χαρακτηριστικά αυτών των αντασφαλιστών, εις βάρος του πρωτασφαλιστή και, εντέλει, του τελικού πελάτη του τοµέα ασφάλισης επιχείρησεων. Η ρήτρα αυτή αυξάνει επίσης τη διαφάνεια των τιµών και, υπό ορισµένες συνθήκες της αγοράς, θα µπορούσε να ισοδυναµεί µε περιορισµό του ανταγωνισµού. Ωστόσο, ορισµένοι από τους φορείς που απάντησαν προέβαλαν διάφορα επιχειρήµατα για την αιτιολόγηση της πρακτικής αυτής.
 ∆ιάρθρωση, ρόλος και αμοιβή των δικτύων διανομής
Τα προϊόντα ασφάλισης επιχειρήσεων διανέµονται µέσω διαφόρων διαύλων, είτε άµεσα µέσω των ασφαλιστικών εταιριών είτε έµµεσα µέσω αποκλειστικών (ή συνδεδεµένων) αντιπροσώπων, πολλαπλών (ή ανεξάρτητων) αντιπροσώπων, µεσιτών, τραπεζών ή άλλων χρηµατοπιστωτικών ιδρυµάτων. Η διάρθρωση των διαύλων διανοµής διαφέρει από το ένα κράτος µέλος στο άλλο λόγω ιστορικών και πολιτιστικών λόγων, αλλά υπάρχουν επίσης διαφορές ανάλογα µε τους ασφαλιστικούς κλάδους ή και τα χαρακτηριστικά των σχετικών πελατών.
 Οι μεσίτες και ο ρόλος τους
Παρόλο που πολλές ασφαλιστικές εταιρίες λειτουργούν µέσω περισσοτέρων του ενός διαύλων διανοµής, η αγορά ασφαλίσεων επιχειρήσεων της Ε.Ε. εξυπηρετείται κατά κύριο λόγο από µεσίτες.
Οι αποκλειστικοί αντιπρόσωποι αποτελούν το δεύτερο συνηθέστερο δίαυλο διανοµής στην Ε.Ε. στους περισσότερους ασφαλιστικούς κλάδους. Ορισµένες διαρθρώσεις διανοµής (π.χ. δίκτυα αποκλειστικών αντιπροσώπων) δύνανται, κάτω από ορισµένες συνθήκες, να λειτουργούν ως φραγµοί.
Αντίθετα, η ύπαρξη µεσιτών µπορεί να διευκολύνει την είσοδο στην αγορά ξένων ασφαλιστών που δεν έχουν δικό τους ή επαρκώς ανεπτυγµένο δίκτυο διανοµής. Σύµφωνα µε την έρευνα, η πρόσβαση στην υποδοµή διανοµής είναι µεταξύ των σηµαντικότερων παραγόντων που επηρεάζουν τις αποφάσεις των ασφαλιστών να εισέλθουν σε νέα αγορά. Ο ρόλος των µεσιτών έχει µεταβληθεί κατά τη διάρκεια της τελευταίας εικοσαετίας. 

Εξελίχθηκε από τον παραδοσιακό ρόλο του µεσολαβητή, οι υπηρεσίες του οποίου συνδέονται µε τη µεταφορά του κινδύνου από τους πελάτες στους ασφαλιστές, στο ρόλο του φορέα παροχής υπηρεσιών σε πελάτες και ασφαλιστές. Η αυξανόµενη ενοποίηση και συγκέντρωση των αγορών των ασφαλιστικών µεσιτών συνέβαλε στην αύξηση του µεγέθους και των πόρων των µεσιτών.

 Επιπλέον, η βελτίωση της τεχνολογίας ενθάρρυνε τους µεσίτες να προσφέρουν ένα µεγάλο φάσµα συµπληρωµατικών και καινοτόµων υπηρεσιών στους πελάτες τους. Τα αποτελέσµατα της έρευνας δείχνουν ότι παρόλο που οι µεσίτες συναλλάσσονται κατά µέσο όρο µε ένα µεγάλο αριθµό ασφαλιστών, εν γένει επικεντρώνουν το µεγαλύτερο ποσοστό των δραστηριοτήτων τους σε έναν πολύ µικρό αριθµό από αυτούς. 

Οι µεσίτες λειτουργούν τόσο ως φορείς παροχής συµβουλών στους πελάτες τους όσο και ως δίαυλοι διανοµής για τους ασφαλιστές, συχνά µε εξουσίες σύναψης ασφαλιστικών συµβάσεων και αρµοδιότητες δεσµευτικού χαρακτήρα. Ο διττός ρόλος τους θα µπορούσε να αποτελεί πηγή συγκρούσεων συµφερόντων µεταξύ της αντικειµενικότητας των συµβουλών που παρέχουν στους πελάτες τους και των δικών τους εµπορικών συµφερόντων. 

Μεταξύ των παραγόντων που προσδιορίζουν το συγκεκριµένο ασφαλιστή που προτείνεται από ένα µεσίτη στους πελάτες του, οι κυριότεροι είναι η τιµή της συναλλαγής, η οικονοµική επιφάνεια του ασφαλιστή και το εύρος των καλυπτόµενων κινδύνων που διατίθεται. Η σπουδαιότητα των παραγόντων αυτών διαφέρει ελάχιστα είτε ο πελάτης είναι µεγάλη είτε µικροµεσαία επιχείρηση, σε ολόκληρη την Ε.Ε.

Ωστόσο, οι µεγάλες επιχειρήσεις φαίνεται να ενηµερώνονται εν γένει καλύτερα από τους µεσίτες τους από ό,τι οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις. Παρά τις σηµαντικές διαφορές µεταξύ των κρατών µελών όσον αφορά τον αριθµό των προσφερόµενων τιµών και των όρων των διαφόρων ασφαλιστών που λαµβάνονται υπόψη από τους µεσίτες για την παροχή συµβουλευτικών υπηρεσιών στους πελάτες τους, ο αριθµός αυτός τείνει να αυξάνεται ανάλογαµε την πολυπλοκότητα του κινδύνου που ασφαλίζεται. 

Όσο µεγαλύτεροι είναι οι κίνδυνοι, τόσο καλύτερα ενηµερωµένοι είναι οι πελάτες. Ο ρόλος των ανεξάρτητων διαµεσολαβητών, και ιδίως των µεσιτών, για την τόνωση του ανταγωνισµού στην ασφαλιστική αγορά θα µπορούσε να αποδυναµωθεί όχι µόνο λόγω των συγκρούσεων συµφερόντων που συνδέονται µε τον προαναφερθέντα διττό ρόλο που καλούνται να διαδραµατίσουν, αλλά επίσης και σε περίπτωση συγκρούσεων συµφερόντων που συνδέονται µε την αµοιβή τους. Αυτές οι συγκρούσεις θα µπορούσαν να επηρεάσουν την αντικειµενικότητα των συµβουλών που παρέχονται στους πελάτες.

 Σε αυτό το πλαίσιο, δόθηκε ιδιαίτερη προσοχή στις λεγόµενες «ενδεχόµενες προµήθειες» λόγω της έρευνας «Spitzer» που πραγµατοποιήθηκε από το 2004 έως το 2005 στις ΗΠΑ και στην οποία εµπλέκονται οι µεγαλύτερες παγκοσµίως επιχειρήσεις µεσιτών ασφαλίσεων και αρκετές ασφαλιστικές εταιρίες. Οι «ενδεχόµενες προµήθειες» είναι πληρωµές που καταβάλλονται από τους ασφαλιστές στους διαµεσολαβητές, µε βάση την επίτευξη συµφωνηθέντων στόχων. 

Συνεπώς, θα µπορούσαν να δηµιουργήσουν κίνητρα στους διαµεσολαβητές να κατευθύνουν λ.χ. µεγάλους όγκους εργασιών ή προσοδοφόρες δραστηριότητες σε επιλεγµένες ασφαλιστικές εταιρίες. Αυτό δεν είναι κατ’ ανάγκη προς το συµφέρον των πελατών. Tα αποτελέσµατα της έρευνας επιβεβαιώνουν ότι οι συµφωνίες ενδεχόµενης προµήθειας ήταν διαδεδοµένες σε πολλά κράτη µέλη στο παρελθόν, και ιδίως στην Ε.Ε. των 15.

 Τα έσοδα πηγή… δεινών
Ορισµένοι διαµεσολαβητές αποκόµισαν σηµαντικά έσοδα από ενδεχόµενες προµήθειες, πράγµα που υπογραµµίζει την πιθανότητα να προκύψουν συγκρούσεις συµφερόντων.
 Η έρευνα στις ΗΠΑ και το µεγάλο ενδιαφέρον του κοινού για την υπόθεση αυτή οδήγησε ορισµένους φορείς της αγοράς να µεταβάλουν την πολιτική τους όσον αφορά τις συµφωνίες ενδεχόµενης προµήθειας, αλλά όχι αναγκαστικά να εγκαταλείψουν όλες τις σχετικές συµφωνίες. Άλλοι φορείς της αγοράς δεν µετέβαλαν τις πρακτικές τους. Η Επιτροπή σκοπεύει να εξετάσει περαιτέρω το θέµα αυτό. Όπως επιβεβαιώθηκε κατά τη διάρκεια της έρευνας από ενώσεις διαχειριστών κινδύνου, οι πελάτες των ασφαλιστών είναι ιδιαίτερα επικριτικοί όσον αφορά την έλλειψη διαφάνειας για την αµοιβή των διαµεσολαβητών.
 Η έρευνα δείχνει ότι οι διαµεσολαβητές σε όλη την ΕΕ δεν προσδιορίζουν αυθόρµητα στους πελάτες τους τον τρόπο µε τον οποίο αµείβονται µέσω προµηθειών για τις συναπτόµενες ασφαλίσεις. Με εξαίρεση τη Δανία, τη Φινλανδία και τη Σουηδία, στα κράτη µέλη που πραγµατοποιήθηκε η έρευνα, οι φορείς που απάντησαν προσδιορίζουν αυθόρµητα στους πελάτες τους τις προµήθειες που εισπράττουν µόνο σε ποσοστό 3% έως 30%. Τα αντίστοιχα στοιχεία που παρέχονται όσον αφορά την αποκάλυψη της αµοιβής µετά από σχετικό αίτηµα των πελατών είναι αισθητά υψηλότερα. Ωστόσο, ενδέχεται να υπάρχουν ορισµένες αµφιβολίες όσον αφορά την αξιοπιστία των στοιχείων αυτών, δεδοµένου ότι ορισµένοι φορείς που απήντησαν στην έρευνα εξήγησαν ότι οι πελάτες δεν ζητούν αυτού του είδους τις πληροφορίες.
 Στην περίπτωση προμηθειών, το ασφάλιστρο που καταβάλλεται από τον ασφαλισµένο περιλαµβάνει την τιµή για την κάλυψη του κινδύνου καθώς και την τιµή των υπηρεσιών διαµεσολάβησης, δεδοµένου ότι οι υπηρεσίες αυτές δεν µπορούν να διαχωριστούν.
 Η συνολική έλλειψη διαφάνειας ως προς την αµοιβή των διαµεσολαβητών µειώνει τα περιθώρια ανταγωνισµού ως προς τις τιµές σε σχέση µε τις υπηρεσίες διαµεσολάβησης. Στην έρευνα θα εξεταστεί περαιτέρω το θέµα αυτό, και θα ζητηθούν διευκρινίσεις για τις απόψεις των πελατών ασφαλίσεων επιχειρήσεων. Η απαγόρευση έκπτωσης προµήθειας από τους ασφαλιστές θα µπορούσε να ισοδυναµεί µε πρακτική προκαθορισµένων τιµών µεταπώλησης και, συνεπώς, θα µπορούσε να συνιστά περιορισµό του ανταγωνισµού που δεν θα ενέπιπτε στην απαλλαγή κατά κατηγορία που προβλέπεται στον κανονισµό για τις κάθετες συµφωνίες και τις εναρµονισµένες πρακτικές. Η έκπτωση των προµηθειών εξακολουθεί να απαγορεύεται από το νόµο στη Γερµανία. Η Επιτροπή θα εξετάσει περαιτέρωσε ποιο βαθµό λαµβάνει χώρα έκπτωση προµηθειών και κατά πόσο υπάρχουν συµφωνίες ήπρακτικές που θα µπορούσαν να εµποδίζουν τους διαµεσολαβητές να προβαίνουν σε έκπτωση των προµηθειών σε πελάτες τους. 
 Οριζόντια συνεργασία μεταξύ ασφαλιστών
Η οριζόντια συνεργασία µεταξύ ασφαλιστών ποικίλλει σε µεγάλο βαθµό µεταξύ των διαφόρων κρατών µελών και από τον ένα ασφαλιστικό κλάδο στον άλλο. Ορισµένες µορφές συνεργασίας εµπίπτουν στην απαλλαγή κατά κατηγορία βάσει του κανονισµού (ΕΚ) αριθ. 358/2003, που εκδόθηκε στις 27 Φεβρουαρίου 2003 και παύει να ισχύει στις 31 Μαρτίου 2010.
 Βάσει του κανονισµού αυτού παρέχεται απαλλαγή κατά κατηγορία σε συµφωνίες που αφορούν υπολογισµούς και µελέτες, τυποποιηµένους ασφαλιστικούς όρους, την από κοινού κάλυψη κινδύνων και εξοπλισµούς ασφαλείας.
Ειδικότερα, σύµφωνα µε την έρευνα, η συνεργασία για υπολογισµούς και µελέτες, είναι σηµαντική στη Γερµανία και στο Βέλγιο και όσον αφορά τους ασφαλιστικούς κλάδους των αυτοκινήτων οχηµάτων, της ιδιοκτησίας/διακοπής επαγγελµατικής δραστηριότητας, της περιβαλλοντικής ευθύνης, των προσωπικών ατυχηµάτων/ιατρικών εξόδων και της γενικής αστικής ευθύνης. 

Ωστόσο, η συνεργασία του είδους αυτού φαίνεται να είναι πολύ µικρότερη σε 6 κράτη µέλη όπως η Ουγγαρία, η Δανία και η Πολωνία. Επίσης είναι πολύ πιο περιορισµένη για τους κλάδους της ευθύνης διευθυντών και στελεχών καθώς και των πιστώσεων και εγγυήσεων. Ορισµένες ενώσεις δήλωσαν στις απαντήσεις τους ότι δεν διαθέτουν πάντοτε υπολογισµούς και µελέτες σε ασφαλιστικές εταιρίες που δεν είναι µέλη τους.

Ως προς τις συµφωνίες για την από κοινού θέσπιση και διανοµή τυποποιηµένων όρων ασφάλισης, τα αποτελέσµατα της έρευνας δείχνουν ότι συνηθίζονται σε όλους σχεδόν τους ασφαλιστικούς κλάδους, και κυρίως στους κλάδους ιδιοκτησίας/διακοπής επαγγελµατικής δραστηριότητας και της γενικής αστικής ευθύνης. Ωστόσο, αυτή η µορφή συνεργασίας φαίνεται πολύ περιορισµένη στην Τσεχική Δηµοκρατία και την Πολωνία, ενώ απαντάται οριακά µόνο στην Ισπανία, την Ελλάδα και την Ιρλανδία. 

Ενώ η πλειοψηφία των ενώσεων ανέφερε ότι οι τυποποιηµένοι όροι ασφάλισης που εφαρµόζουν δεν είναι ούτε δεσµευτικοί ούτε συνιστώµενοι, ορισµένες άλλες δήλωσαν ότι συνιστούν τους τυποποιηµένους όρους ασφάλισής τους. Μία ένωση ανέφερε µάλιστα ότι οι τυποποιηµένοι όροι ασφάλισης είναι δεσµευτικοί. Ωστόσο, ορισµένες ενώσεις δεν διαθέτουν σε όλα τα ενδιαφερόµενα µέρη τυποποιηµένους όρους ασφάλισης. Στο πλαίσιο της έρευνας εξετάσθηκαν επίσης ρήτρες αναπροσαρµογής ασφαλίστρων. 

Οι ρήτρες αυτές αποτελούν µια ιδιαίτερη µορφή τυποποιηµένων όρων ασφάλισης, οι οποίοι, στην περίπτωση συµβάσεων που συνάπτονται για διάρκεια µεγαλύτερη του ενός έτους ή στην περίπτωση παράτασης ή ανανέωσης υφιστάµενης σύµβασης, ορίζουν µια αναπροσαρµογή του ασφαλίστρου, που συνδέεται µε την εφαρµογή ενός ορισµένου δείκτη.

 Σύµφωνα µε τις απαντήσεις που δόθηκαν από τους ασφαλιστές, 28% των φορέων που απάντησαν χρησιµοποιούν ρήτρες αναπροσαρµογής ασφαλίστρων. Ωστόσο, αυτός ο µέσος όρος συγκαλύπττει το γεγονός ότι η χρήση αυτών των ρητρών διαφέρει σε µεγάλο βαθµό µεταξύ των διαφόρων ασφαλιστικών κλάδων καθώς και από ένα κράτος µέλος στο άλλο. Οι ασφαλιστές φαίνεται να χρησιµοποιούν κυρίως ρήτρες αναπροσαρµογής ασφαλίστρων που έχουν αναπτύξει οι ίδιοι. Ποσοστό ελαφρά χαµηλότερο από το ήµισυ των φορέων που απάντησαν δήλωσαν ότι χρησιµοποιούν ρήτρες αναπροσαρµογής που αναπτύχθηκαν από ενώσεις ασφαλιστών.
 Σύµφωνα µε τα στοιχεία που συγκεντρώθηκαν από Ενώσεις Ασφαλιστών, περίπου έξι ενώσεις έχουν αναπτύξει ρήτρες αναπροσαρµογής ασφαλίστρων, κυρίως στον κλάδο της ιδιοκτησίας/διακοπής επαγγελµατικής δραστηριότητας. Από τα στοιχεία που διέθεσαν ασφαλιστικές εταιρίες, οι όµιλοι συνασφάλισης (pools) που καλύπτουν το έδαφος ενός και µόνο κράτους µέλους απαντώνται αρκετά συχνά για κινδύνους ιδιοκτησίας, καθώς και για τις ασφαλίσεις γενικής αστικής ευθύνης, αυτοκινήτων οχηµάτων και επαγγελµατικής αποζηµίωσης.
Αυτή η µορφή συνεργασίας είναι ιδιαίτερα διαδεδοµένη στη Γερµανία, τις Κάτω Χώρες, το Βέλγιο, τη Φινλανδία και το Ηνωµένο Βασίλειο. Φαίνεται λιγότερο διαδεδοµένη στην Ιταλία, τα κράτη µέλη της Βαλτικής, την Ουγγαρία, τη Σλοβενία και την Πολωνία. Οι ενώσεις ασφαλιστών φαίνεται να συµµετέχουν σε περιορισµένο µόνο βαθµό σε ομίλους συνασφάλισης. Η συµµετοχή τους αφορούσε εν γένει διάφορες πτυχές των δραστηριοτήτων οµίλων συνασφάλισης, όπως τη διαχείριση και το συντονισµό του οµίλου συνασφάλισης, τη διαχείριση των συστηµάτων ανταλλαγής δεδοµένων µεταξύ των µελών του οµίλου και την εκκαθάριση και τον συµψηφισµό των ασφαλίστρων και των αξιώσεων.
Η συνεργασία όσον αφορά τεχνικές προδιαγραφές, κανόνες ή κώδικες πρακτικών σχετικά µε εξοπλισµούς ασφαλείας δεν φαίνεται να έχει σηµαντικές επιπτώσεις στις πολιτικές των ασφαλιστών σε µεγάλο αριθµό κρατών µελών (Κύπρος, Δανία, Εσθονία, Ιρλανδία, Ιταλία, Λιθουανία, Λουξεµβούργο, Λετονία, Μάλτα, Πολωνία, Πορτογαλία, Σλοβενία και Σλοβακία). Αντίθετα, φαίνεται να διαδραµατίζει σηµαντικότερο ρόλο ιδίως στην Αυστρία, το Βέλγιο, τη Γερµανία, τη Φινλανδία, τη Γαλλία, τις Κάτω Χώρες, τη Σουηδία και το Ηνωµένο Βασίλειο. 

Η συνεργασία αυτή φαίνεται να αφορά κυρίως τους κλάδους της ιδιοκτησίας/διακοπής της επαγγελµατικής δραστηριότητας, των µεταφορών και των αυτοκινήτων οχηµάτων. Φαίνεται να είναι οριακή όσον αφορά τον κλάδο της αεροπλοΐας και όλους τους κλάδους ασφάλισης.

Oι συµφωνίες διακανονισµού αξιώσεων είναι διαδεδοµένες στη Γερµανία, τις Κάτω Χώρες, την Αυστρία και την Πορτογαλία όσον αφορά την ασφάλιση αυτοκινήτων οχηµάτων και στη Γαλλία όσον αφορά τους κλάδους των αυτοκινήτων οχηµάτων και της ιδιοκτησίας/διακοπής της επαγγελµατικής δραστηριότητας.
 Συμπεράσματα
Η έρευνα επέτρεψε τη δηµιουργία µιας πολύ περιεκτικής βάσης δεδοµένων για τα πέντε θέµατα που εξετάστηκαν. Ωστόσο, λόγω της πολυπλοκότητας των ερωτηµατολογίων που είχαν αποσταλεί στους διάφορους φορείς της αγοράς και των σηµαντικών προσπαθειών που απαιτούσε η συγκέντρωση των στοιχείων, ιδίως για τους ασφαλιστές και τους διαµεσολαβητές µικρού ή µεσαίου µεγέθους, οι απαντήσεις δεν ήταν πάντοτε τόσο σαφείς, ακριβείς και ολοκληρωµένες όσο αναµενόταν. Συνεπώς, η Επιτροπή έχει την πρόθεση να πραγµατοποιήσει ένα συµπληρωµατικό στοχοθετηµένο γύρο ερευνών (ερωτηµατολόγια ή/και συνεντεύξεις) µε διάφορους φορείς της αγοράς.
 Ειδικότερα, η Επιτροπή θα επικεντρώσει αυτές τις πρόσθετες έρευνες σε συγκεκριµένα θέµατα που δηµιουργούν προβλήµατα από πλευράς ανταγωνισµού. Αυτές οι συµπληρωµατικές έρευνες δεν θα συµβάλουν µόνο στη διευκρίνιση ορισµένων θεµάτων που προέκυψαν από τις µέχρι τώρα απαντήσεις, αλλά θα φωτίσουν ακόµη περισσότερο τις πτυχές της έρευνας για την ασφάλιση επιχειρήσεων που αφορούν τον ανταγωνισµό. 

Επιπλέον, η Επιτροπή θα µεριµνήσει για την ενεργή συµµετοχή της πλευράς των πελατών της ασφάλισης επιχειρήσεων (δηλαδή των ΜΜΕ και των µεγάλων επιχειρήσεων) µέσω των ενώσεών τους για την περαιτέρω εµβάθυνση της έρευνας, έτσι ώστε να είναι σε θέση να υποβάλει µια τελική έκθεση όπου θα διατυπώνονται ισόρροπες απόψεις για τα εξεταζόµενα ζητήµατα.

 

Leave a Reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *

*