Οι αλλαγές που φέρνει ο νέος νόμος για την ιδιωτική ασφάλιση σε αυτοκίνητα, αντασφάλιση, εποπτεία και χαρτόσημο

Οι ασφαλιστικές επιχειρήσεις έχουν αρκετά να κάνουν για την προσαρμογή, αλλά και για την αξιοποίηση του νόμου, τόσο σε ατομικό όσο και σε συλλογικό επίπεδο.
 Οι κυριότερες ρυθμίσεις είναι οι εξής:
Με το δεύτερο κεφάλαιο εναρμονίζεται το ελληνικό δίκαιο με την Οδηγία 2005/16/ΕΚ (5η Οδηγία αστικής ευθύνης από την κυκλοφορία οχημάτων) και τροποποιείται το π.δ. 237/1986.
Η σημαντικότερη αλλαγή που επιφέρει ο νόμος είναι η αύξηση των ελάχιστων ορίων κάλυψης (άρθρο 33), τα οποία από 1ης Ιουνίου 2009 δεν μπορεί να είναι κατώτερα από € 500.000 ανά ατύχημα για κάθε θύμα για σωματική βλάβη, και € 500.000 ανά ατύχημα συνολικά για υλικές ζημιές.
 Τα ποσά αυτά θα αναθεωρηθούν την 1η Ιανουαρίου 2011 σε € 750.000 και την 1η Ιουνίου 2012 σε € 1.000.000 αντίστοιχα. Η επιλογή του νόμου ήταν υπέρ της μέγιστης αποζημίωσης ανά θύμα, ενώ η κάλυψη των υλικών ζημιών ανέρχεται στο πενταπλάσιο του ισχύοντος. Υπενθυμίζεται ότι για τις σωματικές βλάβες η Οδηγία παρείχε την επιλογή στα κράτη μέλη, να ορίσουν ως όριο είτε το ποσό των 5 εκατ. ευρώ ανά ατύχημα ανεξαρτήτως αριθμού θυμάτων, είτε 1 εκατ. ευρώ ανά θύμα.
 Ο νόμος τέμνει ζητήματα που απασχόλησαν έντονα τη νομολογία τα τελευταία χρόνια. Έτσι, καλύπτονται από την ασφάλιση οι παθόντες επιβάτες, ανεξάρτητα αν γνώριζαν ή όφειλαν να γνωρίζουν ότι ο οδηγός του οχήματος βρισκόταν υπό την επήρεια οινοπνεύματος ή τοξικών ουσιών την ώρα του ατυχήματος, όπως ακριβώς είχε επισημανθεί από τη θεωρία.
 Επίσης, ο ασφαλιστής δεν μπορεί να περιορίσει την κάλυψη των παθόντων αν ο οδηγός είχε ίδια συμμετοχή στο ατύχημα, λ.χ. λόγω μέθης ή επήρειας τοξικών ουσιών. Είναι διαφορετικό το ζήτημα ότι, αφού καταβάλει την αποζημίωση στους δικαιούχους, ο ασφαλιστής μπορεί να στραφεί κατά του υπαιτίου και να απαιτήσει αποζημίωση σύμφωνα με την ασφαλιστική σύμβαση.  
 Επιλύεται το ζήτημα της κάλυψης σε περίπτωση μεταβίβασης του αυτοκινήτου: η ασφαλιστική σύμβαση λύεται αυτοδίκαια, χωρίς δηλαδή ο ασφαλιστής να προβεί σε οποιαδήποτε ενέργεια, με την πάροδο τριάντα ημερών από τη νόμιμη μεταβίβαση της κυριότητας ή κατοχής του αυτοκινήτου. Ακόμη λοιπόν και αν ο ιδιοκτήτης δώσει το αυτοκίνητο προς πώληση σε έμπορο, χωρίς να έχει βρεθεί ο τελικός αγοραστής και να γίνουν οι τυπικές διαδικασίες μεταβίβασης της κυριότητας, η ασφάλιση καταργείται μετά από τριάντα ημέρες.
Ο ασφαλιστής επιστρέφει τα ασφάλιστρα που αφορούν στον μετέπειτα χρόνο, αν τα είχε εισπράξει. 
Ο ασφαλισμένος μπορεί να ζητεί από την ασφαλιστική επιχείρηση βεβαιώσεις που καλύπτουν τουλάχιστον την τελευταία πενταετία και βεβαιώνουν ποιο ήταν το ποσό των αποζημιώσεων που κατέβαλε σε τρίτους και αφορούν το όχημα, ή ότι δεν κατέβαλε αποζημιώσεις.
 Οι βεβαιώσεις αυτές πρέπει να χορηγούνται μέσα σε 15 μέρες. Και τούτο είναι επιλογή του Κοινοτικού δικαίου. Αν και το 15θήμερο στην εποχή της μηχανοργάνωσης είναι ήδη μακρό διάστημα, παρ’ όλα αυτά θα πρέπει να θεωρηθεί βήμα θετικό, δεδομένου ότι τυχόν παράβαση της υποχρέωσης αυτής συνεπάγεται πρόστιμο από την ΕπΕ.Ι.Α.
 Τέλος, όταν του κοινοποιηθεί αίτημα αποζημίωσης, ο ασφαλιστής πρέπει μέσα σε ένα τρίμηνο είτε να υποβάλει αιτιολογημένη προσφορά αποζημίωσης, ή αιτιολογημένη απάντηση στα σημεία της αίτησης, αν η ευθύνη αμφισβητείται ή δεν έχει ακόμη διαπιστωθεί σαφώς, ή αν το ύψος της ζημιάς δεν έχει πλήρως αποτιμηθεί. Μολονότι η διατύπωση αυτή του νόμου δημιουργεί θετική εντύπωση, εντούτοις αφήνει πολλά περιθώρια διαδικαστικών καθυστερήσεων στην πράξη.
 Όσον αφορά το Επικουρικό Κεφάλαιο, καταργούνται τα ανώτατα όρια ευθύνης για τα ανασφάλιστα οχήματα.
 Ο νόμος διευθετεί θέματα πράσινης κάρτας και γενικά της κάλυψης στην περίπτωση διεθνούς κυκλοφορίας οχημάτων. Προβλέπεται πώς θα ορίζεται το έδαφος συνήθους στάθμευσης αν το όχημα φέρει προσωρινές πινακίδες κυκλοφορίας ή αν δεν έχει καθόλου πινακίδες.
Μόνο μη συστηματικοί έλεγχοι της ασφάλισης ενός αυτοκινήτου επιτρέπονται, όταν διέρχεται τα σύνορα της χώρας προερχόμενο από άλλο κράτος μέλος, ανεξάρτητα αν έχει τη συνήθη στάθμευσή του στο έδαφος άλλου κράτους μέλους ή τρίτης χώρας. Βλέπουμε λοιπόν ότι οι ασφαλιστικές επιχειρήσεις θα πρέπει να κάνουν αναπροσαρμογές στην τιμολόγηση και στους όρους των ασφαλιστηρίων, αλλά και στην οργάνωση της κάλυψης των αυτοκινήτων γενικότερα.
 Αλλαγές γίνονται και στη θεσμική οργάνωση τόσο της εποπτείας, όσο και των ασφαλιστικών επιχειρήσεων. Καταργείται η Επιτροπή Ιδιωτικής Ασφάλισης, η οποία τύποις ενεργούσε ως γνωμοδοτικό όργανο του εποπτικού οργάνου, όμως μετά τη θέση σε ισχύ της Επ.Ε.Ι.Α. έπαψε να συγκαλείται.
 Επίσης, η σύνθεση του Διοικητικού Συμβουλίου της Επιτροπής Εποπτείας της Ιδιωτικής Ασφάλισης αλλάζει.
Αυτή είναι και η σημαντικότερη, μη κοινοτικής προέλευσης, διάταξη του νέου νόμου:
Καταργείται η επιλογή του
ν. 3229/2004 σχετικά με την εκπροσώπηση στο Δ.Σ., εκπροσώπων των φορέων που εποπτεύονται από την Επ.Ε.Ι.Α. Έτσι, δε συμμετέχουν πλέον στο επταμελές Διοικητικό Συμβούλιο εκπρόσωποι της Ένωσης Ασφαλιστικών Εταιριών Ελλάδος, της Ένωσης Αναλογιστών Ελλάδος και των διαμεσολαβούντων, με αποτέλεσμα να μην υφίσταται πλέον το ζήτημα της σύμπτωσης στα ίδια πρόσωπα της ιδιότητας του διοικούμενου και του εποπτεύοντος, με όλες τις αδυναμίες που αυτή συνεπάγεται. Βέβαια, είναι απαραίτητο να ακούγεται η άποψη της αγοράς και των επαγγελματιών, όμως αυτό θα μπορούσε να γίνει στα πλαίσια ενός ισχυρού θεσμοποιημένου συμβουλευτικού οργάνου προς την εποπτική Αρχή.
 Ενισχύεται ως προς την επιλογή των μελών ο Υπουργός Οικονομικών ο οποίος πλέον ορίζει εκτός από τον Πρόεδρο, και άλλα τέσσερα από τα επτά μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου, στα οποία περιλαμβάνεται και ο Αντιπρόεδρος.
Ο νόμος αναφέρεται εκτεταμένα στις δεσμεύσεις εχεμύθειας και διαχείρισης εμπιστευτικών πληροφοριών εκ μέρους της Επ.Ε.Ι.Α., πράγμα που εμπλέκεται με τις διατάξεις για την πρόληψη και καταστολή των εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες. Ρυθμίζεται πλαίσιο της ανταλλαγής πληροφοριών με άλλες εποπτικές αρχές στην Ελλάδα, στην Ευρωπαϊκή Ένωση και σε τρίτες χώρες.
 Όσον αφορά τη θεσμική οργάνωση των ασφαλιστικών επιχειρήσεων: Σημαντική είναι η διάταξη που τις υποχρεώνει να υιοθετήσουν εσωτερικό κανονισμό λειτουργίας. Ο κανονισμός αυτός θα περιλαμβάνει και διατάξεις για τον εσωτερικό έλεγχο, που ενόψει του Solvency II αναβαθμίζεται και εξειδικεύεται όσον αφορά την οργάνωση, το πεδίο εφαρμογής και τη λεπτομέρεια των διαδικασιών. Οι ασφαλιστικές εταιρίες δηλώνουν στην Επ.Ε.Ι.Α. τα στοιχεία του Υπεύθυνου Εσωτερικού Ελέγχου. Η Επ.Ε.Ι.Α. μπορεί να ρυθμίσει το «επιμέρους περιεχόμενο, τις διαδικασίες και τις πολιτικές» που μπορούν να περιλαμβάνονται στον κανονισμό. Η τάση δηλαδή, είναι να επιτευχθεί μια κάποιου είδους «πιστοποίηση» του τρόπου οργάνωσης και της τήρησης ορισμένων ελάχιστων διαδικασιών στις διάφορες λειτουργίες των επιχειρήσεων, με σκοπό τη διαφάνεια και την αποτελεσματικότητά τους, και επιπρόσθετα τη διευκόλυνση της εποπτείας τους. 
 Αντίστοιχα, δίδεται στην Eπ.Ε.Ι.Α. η εξουσία να θεσπίσει κανονισμό συμπεριφοράς των ασφαλιστικών επιχειρήσεων και του προσωπικού τους. Ο νόμος προφανώς αναφέρεται σε κανόνες δεοντολογίας, ωστόσο το συνηθισμένο είναι, τέτοιοι κανόνες να μη θεσπίζονται από την εποπτική Αρχή αλλά από τα όργανα αυτορύθμισης της αγοράς, όπως έχει γίνει με τα συλλογικά όργανα των διαφημιστικών ή των φαρμακευτικών επιχειρήσεων. Είναι διαφορετικό το ζήτημα αν αυτοί οι κανόνες θα εγκριθούν στη συνέχεια με κανονιστική πράξη του εποπτικού οργάνου. 
 Ο νόμος τροποποίησε τις διατάξεις για το περιθώριο φερεγγυότητας, τα τεχνικά αποθέματα και τα εγγυητικά κεφάλαια (άρθρο 54). Πλαισιώνονται έτσι εκ των υστέρων οι ρυθμίσεις της απόφασης της Επ.Ε.Ι.Α. 3/133/18.11.2008. Ο νόμος δεν προβλέπει ειδικά αναδρομική ισχύ της διάταξης. Ακόμη, εξειδικεύονται οι κανόνες της συμπληρωματικής χρηματοοικονομικής εποπτείας στο πλαίσιο ασφαλιστικού ή αντασφαλιστικού ομίλου σύμφωνα με την κοινοτική νομοθεσία. Το τρίτο κεφάλαιο του νόμου ασχολείται με τη βελτίωση της εποπτείας και με την ενσωμάτωση της Οδηγίας 2005/68/ΕΚ για τις αμιγώς αντασφαλιστικές επιχειρήσεις.
Η άσκηση της αποκλειστικής δραστηριότητας της αντασφάλισης από ειδικό φορέα (αντασφαλιστική επιχείρηση) εντάσσεται για πρώτη φορά σε ρυθμιστικό πλαίσιο στην Ελλάδα. Η μέχρι τώρα εποπτεία της αντασφαλιστικής δραστηριότητας περιοριζόταν κυρίως στην τήρηση τεχνικών αποθεμάτων σε περίπτωση που την αντασφαλιστική δραστηριότητα ασκούσε πρωτασφαλιστής, και στην εγγραφή στα μητρώα του Υπουργείου Ανάπτυξης των κοινοτικών επιχειρήσεων αντασφάλισης που είχαν μια εμπορική εγκατάσταση στην Ελλάδα.
Το κείμενο της εναρμόνισης της ως άνω οδηγίας στην ελληνική νομοθεσία εντάχθηκε στο δωδέκατο κεφάλαιο του ν.δ. 400/1970.
Οι πρωτασφαλιστικές επιχειρήσεις που έχουν άδεια παροχής ασφαλιστικών υπηρεσιών στην Ελλάδα, μπορούν να ασκούν αντασφαλιστικές εργασίες μόνον στους κλάδους όπου έχουν άδεια πρωτασφάλισης.
 Οι διατάξεις ακολουθούν μοντέλο αντίστοιχο με τη ρύθμιση της πρωτασφάλισης. Οι κοινοτικές αντασφαλιστικές επιχειρήσεις λειτουργούν με ενιαία άδεια και δραστηριοποιούνται με εγκατάσταση υποκαταστήματος ή πρακτορείου ή και απλού γραφείου που διευθύνεται από το προσωπικό τους ή από ανεξάρτητο πρόσωπο με μόνιμη εντολή, ή και με ελεύθερη παροχή. Οι διατάξεις περί ελέγχου, ειδικής συμμετοχής, στενών δεσμών κ.λ.π. επεκτείνονται και στις αντασφαλιστικές επιχειρήσεις, το ίδιο και οι διατάξεις περί παροχής κάλυψης σε ίδρυμα επαγγελματικών συνταξιοδοτικών παροχών. Οι προϋποθέσεις και η διαδικασία αδειοδότησης αναλογούν σε γενικές γραμμές προς αυτές των πρωτασφαλιστικών επιχειρήσεων.
 Οι αντασφαλιστικές επιχειρήσεις υποχρεούνται στην τήρηση επαρκών τεχνικών αποθεμάτων και περιθωρίου φερεγγυότητας. Σε περίπτωση δυσπραγίας, η Επ.Ε.Ι.Α. λαμβάνει μέτρα που μπορεί να φθάσουν μέχρι και το διορισμό εκκαθαριστή.
 Σημαντική εξέλιξη είναι η εισαγωγή στην ελληνική αγορά τριών νέων μορφωμάτων ιδιαίτερου ενδιαφέροντος, τα οποία έχουν ήδη αναπτυχθεί στα ασφαλιστικά και αντασφαλιστικά κέντρα εντός και εκτός Ευρωπαϊκής Ένωσης: ο­­ι «εξαρτημένες αντασφαλιστικές επιχειρήσεις» (captives): μια εξαρτημένη εταιρία έχει αποκλειστικό σκοπό την αντασφαλιστική κάλυψη της επιχείρησης στην οποία ανήκει, ή των επιχειρήσεων του ομίλου, του οποίου είναι μέλος.
 Ο ασφαλιστικός ή αντασφαλιστικός κίνδυνος μπορεί όμως να αναλαμβάνεται και από «Φορέα Ειδικού Σκοπού», που χωρίς να είναι ασφαλιστική ή αντασφαλιστική εταιρία, αναλαμβάνει τον κίνδυνο από αυτές και τον μετακυλίει σε αγορές μέσω ομολογιών ή άλλων χρηματοδοτικών μηχανισμών. Οι ελληνικοί Φορείς Ειδικού Σκοπού πρέπει να έχουν τη μορφή ανώνυμης εταιρίας και άδεια από την Επ.Ε.Ι.Α.
 Η αδειοδότηση τέτοιων φορέων προϋποθέτει την έκδοση ειδικής κανονιστικής απόφασης από την Επ.Ε.Ι.Α., προκειμένου να ρυθμισθούν το πεδίο ισχύος της άδειας, οι υποχρεωτικοί συμβατικοί όροι για την ανάληψη του κινδύνου και τη λειτουργία του φορέα, τα κριτήρια ήθους, αξιοπιστίας και καταλληλότητας των μετόχων και των διοικητών, και οι προϋποθέσεις οργάνωσης και χρηματοοικονομικής του εποπτείας.
 Επίσης, ορίζεται η αντασφάλιση πεπερασμένου κινδύνου (finite reinsurance), η οποία δίνει περιθώριο για την εισαγωγή διαφοροποιημένων αντασφαλιστικών προϊόντων,

Leave a Reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *

*