Και οι τέσσερις ενδιαφερόμενοι υπέβαλλαν, τελικά, δεσμευτικές προσφορές για την απόκτηση του 75% του μετοχικού κεφαλαίου της Εθνικής Ασφαλιστικής. Χθες, τελευταία ημέρα της προθεσμίας για την υποβολή των προσφορών, σχετικούς φακέλους κατέθεσαν, όπως αναφέρουν πηγές της αγοράς, τόσο οι κινεζικές Fosun, Wintime και Gongbao, όσο και η κοινοπραξία του John Calamos και του ExinGroup.
Οι τέσσερις μνηστήρες της Εθνικής Ασφαλιστικής αποβλέπουν στο να εισέλθουν στην ασφαλιστική αγορά από θέση ισχύος, καθότι τα μερίδια αγοράς της εταιρείας είναι σημαντικά, αλλά και να κλειδώσουν για 10+5 χρόνια την αποκλειστική συνεργασία τους στις τραπεζασφαλίσεις με την Εθνική Τράπεζα.
Σημειώνεται πάντως ότι το χαρτοφυλάκιο ακινήτων της Εθνικής Ασφαλιστικής είναι πιθανό να εξαιρεθεί της πώλησης, γεγονός το οποίο θα επιτρέψει στην τράπεζα να το αξιοποιήσει μέσω της θυγατρικής ΑΕΕΑΠ, υπό την προϋπόθεση φυσικά ότι η Εθνική Ασφαλιστική και ειδικότερα ο νέος της μέτοχος θα συνάψει συμβόλαιο μακροχρόνιας μίσθωσης.
Αν και στην αγορά δεν έχουν διαρρεύσει συγκεκριμένες πληροφορίες για το προσφερόμενο τίμημα κάθε ενδιαφερόμενου, κύκλοι που βρίσκονται κοντά στην υπόθεση εκτιμούν ότι οι προσφορές θα πρέπει να βρίσκονται στη ζώνη μεταξύ 720 και 820 εκατ. ευρώ, ενώ η αποτίμηση της μεγαλύτερης θυγατρικής της Εθνικής Τράπεζας από τους συμβούλους πώλησης Goldman Sachs και Morgan Stanley υπολογίζει την αξία της μεταξύ 800 εκατ. ευρώ και 1 δισ. ευρώ.
Σε ότι αφορά, τώρα τα κεφαλαιακά οφέλη της Τράπεζας, αναλυτές εκτιμούν ότι ο δείκτης Common Equity Tier I θα ενισχυθεί κατά 70 μονάδες βάσης στο 17%, εφόσον η εταιρεία πουληθεί στα 750 εκατ. ευρώ, δηλαδή εφόσον το τίμημα κεφαλαιακά είναι ουδέτερο, ενώ επιπτώσεις στα κεφάλαια της τράπεζας δεν θα υπάρξουν ακόμη κι αν η πώληση γίνει με ζημιά 280 εκατ. ευρώ, καθότι, όπως σημειώνεται η ζημιά αυτή θα αποσβεστεί από το όφελος το οποίο θα εξασφαλίσει η τράπεζα από την απομόχλευση που θα φέρει η πώληση.
Στο μεταξύ, κύκλοι της αγοράς υπογραμμίζουν την πολύ καλή κεφαλαιακή θέση της Εθνικής Ασφαλιστικής, η οποία τη θωρακίζει και από μελλοντικές υποχρεώσεις (λόγω εφαρμογής του Solvency II), που εφόσον υπάρξουν θα είναι εξαιρετικά περιορισμένες.