Γ. Στουρνάρας: «Η Ελλάδα και η ζώνη του ευρώ: προκλήσεις και προοπτικές»

H άνοδος του λαϊκισμού και της αντιευρωπαϊκής ρητορικής, η άνοδος της πολιτικής αβεβαιότητας σε αρκετές ανεπτυγμένες χώρες, η έξαρση του προστατευτισμού διεθνώς, η ενδεχόμενη επιδείνωση της προσφυγικής κρίσης και η έξοδος του Ηνωμένου Βασιλείου από την Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΕ) (Brexit) προκαλούν εμπόδια στην ανάκαμψη τόσο της Ελλάδας όσο και της ευρωζώνης ανέφερε ο Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος Γιάννη Στουρνάρα σε εκδήλωση του Wharton Club of Greece. Η άνοδος του λαϊκισμού και οι τάσεις ενδυνάμωσης του προστατευτισμού διεθνώς τροφοδοτήθηκαν από τις ανεπιθύμητες συνέπειες της παγκοσμιοποίησης και της τεχνολογικής – ψηφιακής επανάστασης, δηλαδή την αύξηση της ανεργίας, τις αυξανόμενες εισοδηματικές ανισότητες και τη φοροδιαφυγή, κυρίως μέσω εξωχώριων δραστηριοτήτων.

Επιπρόσθετα, η τρέχουσα ανάκαμψη στην ευρωζώνη, συγκρινόμενη με παλαιότερες, είναι αισθητά πιο αργή, το παραγωγικό κενό εξακολουθεί να είναι αρνητικό, οι επενδύσεις ως ποσοστό του ΑΕΠ υπολείπονται του προ-κρίσης επιπέδου τους, ενώ και το αυξανόμενο πλεόνασμα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών της ζώνης του ευρώ υποδηλώνει σημαντικά υποτονική εσωτερική ζήτηση σε σχέση με την προσφορά.

 Παρεμβάσεις που απαιτούνται για να καταστούν η Ελλάδα και η ζώνη του ευρώ ανθεκτικότερες σε μελλοντικές διαταραχές

Για να καταστεί δυνατή η εσωτερική απορρόφηση των εξωτερικών διαταραχών από τα κράτη-μέλη της ΟΝΕ, χρειάζεται σε πρώτη φάση να διορθωθούν, όπως ήδη γίνεται, οι μακροοικονομικές και δημοσιονομικές ανισορροπίες του παρελθόντος και τα αρνητικά κληροδοτήματα της κρίσης (υψηλή ανεργία και υψηλό δημόσιο και ιδιωτικό χρέος).

Παράλληλα, χρειάζεται να αρθούν από τα κράτη-μέλη οι δυσκαμψίες στις αγορές εργασίας, προϊόντων και κεφαλαίων. Η ευελιξία τιμών απαιτεί ευελιξία αμοιβών, ενίσχυση του ανταγωνισμού και περιορισμό των υπερβολικών ρυθμίσεων στις τιμές και στις αμοιβές σε ορισμένα κλειστά επαγγέλματα (π.χ. μηχανικοί, δικηγόροι κ.λπ.) και σε κλάδους δικτύων υποδομών. Από την άλλη πλευρά βεβαίως, το κοινωνικό κράτος θα πρέπει να εξασφαλίζει ένα προστατευτικό δίχτυ ασφαλείας για όσους θίγονται από την προσαρμογή. Ευελιξία και ασφάλεια (flexicurity) πρέπει να συμβαδίζουν.

Όλες οι παραπάνω μεταρρυθμίσεις αφορούν κατά μείζονα λόγο την Ελλάδα. Σήμερα αναγκαία προϋπόθεση της οικονομικής ανάκαμψης είναι  πρωτίστως η ολοκλήρωση της δεύτερης αξιολόγησης και η απαρέγκλιτη εφαρμογή των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων που περιγράφονται στο νέο πρόγραμμα. Παράλληλα, ιδιαίτερη έμφαση θα πρέπει να δοθεί στην άρση των εμποδίων που αντιμετωπίζουν ακόμη και ιδιωτικοποιήσεις που έχουν ήδη εγκριθεί και στην περαιτέρω προώθηση του προγράμματος ιδιωτικοποιήσεων και αξιοποίησης της δημόσιας περιουσίας καθώς και στη βελτίωση της διαχείρισής του.

Για να διευκολυνθεί η τρέχουσα ανάκαμψη στη ζώνη του ευρώ, είναι επιτακτική η αντιμετώπιση του προβλήματος της υπερχρέωσης του ιδιωτικού τομέα που θα επιτρέψει την επιτάχυνση των χορηγήσεων. Το υψηλό ποσοστό των μη εξυπηρετούμενων δανείων αφενός μειώνει την κερδοφορία των τραπεζών και έτσι δυσχεραίνει την προσφορά πιστώσεων, κάτι το οποίο πλήττει κατά κύριο λόγο τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις, οι οποίες εξαρτώνται από τις τράπεζες για χρηματοδότηση, και αφετέρου καθυστερεί την αναδιάρθρωση των επιχειρήσεων και έτσι περιορίζει τη δυνατότητα των βιώσιμων επιχειρήσεων να χρηματοδοτήσουν νέα επενδυτικά προγράμματα.

Μέχρι το τέλος του 2019, απαιτούνται τα ακόλουθα: 

  • Εισαγωγή πλαισίου για την εξωδικαστική διευθέτηση οφειλών, ώστε να διασφαλίζεται ταχεία, αποτελεσματική και διαφανής αντιμετώπιση για τα χρέη προς τον ιδιωτικό αλλά και το δημόσιο τομέα.
  • Τροποποίηση στη νομοθεσία για ζητήματα που σχετίζονται:
    • με τη φορολογική μεταχείριση των προβλέψεων για τον πιστωτικό κίνδυνο και των διαγραφών δανείων,
    • με τα δικαιώματα των πιστωτών έναντι των μη συνεργαζόμενων μετόχων κατά την αναδιάρθρωση προβληματικών επιχειρήσεων,
    • με τη νομική προστασία των στελεχών των τραπεζών και δημόσιων φορέων κατά την αναδιάρθρωση δανείων και την εξυγίανση επιχειρήσεων και
    • με τη διαμόρφωση ασφαλούς και αποτελεσματικού πλαισίου αντιμετώπισης κοινών οφειλετών σε περισσότερες από μία τράπεζες.

Όσον αφορά την Ευρώπη, η απάντηση στις προκλήσεις είναι περισσότερη, όχι λιγότερη Ευρώπη. Ειδικά όσον αφορά την Ελλάδα απαιτείται ρεαλισμός και ευελιξία τόσο από τους εταίρους και τους θεσμούς όσο και από την ελληνική πλευρά, με στόχο την άμεση κατάληξη της δεύτερης αξιολόγησης του προγράμματος και την ολοκλήρωση των απαιτούμενων μεταρρυθμίσεων έτσι ώστε να ισχυροποιηθεί η πρόβλεψη για ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας από το 2017 και μετά.

Αν εκπληρωθούν αυτές οι προϋποθέσεις, θα ανοίξει ο δρόμος για την περαιτέρω εκταμίευση δόσεων αλλά και για τη συζήτηση της παραμετροποίησης και των μεσοπρόθεσμων μέτρων για τη διευθέτηση του χρέους, με δυνητική εφαρμογή τους μετά το 2018. Μια τέτοια εξέλιξη θα επιτρέψει την ένταξη των ομολόγων του Ελληνικού Δημοσίου στο πρόγραμμα αγοράς τίτλων του Ευρωσυστήματος. Αυτό θα βελτιώσει τη ρευστότητα των τίτλων, θα οδηγήσει σε σημαντική περαιτέρω αποκλιμάκωση των αποδόσεών τους και θα διευκολύνει τη διατηρήσιμη επιστροφή του Ελληνικού Δημοσίου στις χρηματοπιστωτικές αγορές μετά τη λήξη του προγράμματος, ενισχύοντας το τραπεζικό σύστημα και την πραγματική οικονομία. Η βελτίωση της εμπιστοσύνης και η συνακόλουθη άνοδος της οικονομικής δραστηριότητας θα επιταχύνουν την επιστροφή καταθέσεων και θα έχουν ως αποτέλεσμα την περαιτέρω χαλάρωση και τελικά την πλήρη κατάργηση των κεφαλαιακών περιορισμών.

 

Leave a Reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *

*