Οι ένορκες βεβαιώσεις και η σημασία τους

Όπως ήδη ρητά ορίζεται στο άρθρο 339 ΚΠολΔ, μετά την αντικατάσταση του με το άρθρο 36 του ν.3994/2011, οι ένορκες βεβαιώσεις, αποτελούν ιδιαίτερο και αυτοτελές αποδεικτικό μέσο, και πρέπει να μνημονεύεται στην απόφαση ότι λήφθηκαν υπόψη και ότι έχουν τηρηθεί οι νόμιμες προϋποθέσεις για τη λήψη τους, χωρίς να απαιτείται χωριστή αξιολόγηση καθεμίας από αυτές. Εάν έχουν ληφθεί με αφορμή άλλη δίκη και προσκομίζονται με επίκληση κατά τη συζήτηση της ένδικης αγωγής, δεν αποτελούν ιδιαίτερα αποδεικτικά μέσα και δεν απαιτείται ειδική μνεία αυτών στην απόφαση, αλλά αποτελούν απλά έγγραφα που συνεκτιμώνται για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, εκτός αν δόθηκαν για να χρησιμεύσουν ως αποδεικτικά μέσα στη συγκεκριμένη δίκη, οπότε δεν λαμβάνονται καθόλου υπόψη. Σε αυτή την περίπτωση αρκεί να βεβαιώνεται στην απόφαση ότι έχουν ληφθεί υπόψη όλα τα έγγραφα που επικαλέστηκαν και προσκόμισαν νόμιμα οι διάδικοι, ώστε να μην παραμένει καμία αμφιβολία ότι το δικαστήριο έλαβε υπόψη και συνεκτίμησε με τα λοιπά αποδεικτικά μέσα και το σχετικό έγγραφο της ένορκης βεβαίωσης. 

 Σχόλια – Παρατηρήσεις 

1.Ένορκες Βεβαιώσεις – Συνοπτική Παρουσίαση Αρεοπαγητικής Νομολογίας

Το δικαστήριο πρέπει να λαμβάνει υπόψη όλα τα αποδεικτικά μέσα που νόμιμα επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι, προκειμένου να σχηματίσει την κρίση του για τη βασιμότητα πραγματικών ισχυρισμών που ασκούν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης. Συνεπώς,  πρέπει να γίνεται μνεία στην απόφαση ότι λήφθηκε υπόψη και το ιδιαίτερο αυτό αποδεικτικό μέσο της ένορκης βεβαιώσεως, άλλως θεμελιώνεται ο εκ του άρθ. 559 αρ.11 περ.γ ΚΠολΔ λόγος αναίρεσης. ΑΠ 1622/2010, ΕΣυγκΔ 2011/305.

Όταν όμως οι μαρτυρίες έχουν ληφθεί ως ένορκες βεβαιώσεις πριν από την έναρξη της δίκης, τότε νομίμως λαμβάνονται υπόψη για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, εκτός αν το δικαστήριο της ουσίας κρίνει ότι λήφθηκαν επίτηδες για να χρησιμοποιηθούν ως αποδεικτικά μέσα στη δίκη. ΑΠ 121/2004, ΣΕΣυγκΔ 2004/487.

Αναιρετέα η απόφαση κατ΄άρθρ. 559 αρ.11 ΚΠολΔ), όταν δεν αναφέρεται ο αριθμός εκάστης ένορκης βεβαίωσης και η Αρχή (συμβολαιογράφος, ειρηνοδίκης) ενώπιον του οποίου δόθηκε αυτή, ώστε να μπορεί να διαγνωσθεί εάν ελήφθησαν και συνεκτιμήθηκαν όλες από το δικαστήριο της ουσίας. ΑΠ 1750/2007, ΣΕΣυγκΔ 2007/431.

Ένορκες Βεβαιώσεις που δίδονται  εντός της προθεσμίας προσθήκης και αντίκρουσης. Νόμιμα λαμβάνονται υπόψη κατά το άρθρο 671 παρ. 1 τελ. εδαφ. ΚΠολΔ, αν προσκομιστούν το πρώτο (άρθρο 529 παρ. 1 ΚΠολΔικ) στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο.  Η παράσταση του αντιδίκου  ή του πληρεξουσίου του δικηγόρου κατά την εξέταση του μάρτυρα ενώπιον ειρηνοδίκη ή συμβολαιογράφου  καλύπτει την τυχόν έλλειψη της κλήτευσής του. Συνεπώς,  δεν είναι απαράδεκτες  οι ένορκες βεβαιώσεις όταν λήφθηκαν ύστερα από νόμιμη κλήτευση αντιδίκου, αλλά  δεν αναφέρουν,  το γεγονός  της μη παράστασης  του τελευταίου ή του πληρεξουσίου του κατά τη λήψη τους.  ΑΠ 1909/2007, ΣΕΣυγκΔ 2007/541.

Κατά τη διάταξη του άρθρου 671 του ίδιου Κώδικα, εφαρμοζόμενη και  στη διαδικασία των διαφορών για ζημίες από αυτοκίνητο, λαμβάνονται υπόψη εκτός των άλλων και οι ένορκες βεβαιώσεις που συντάσσονται στην αλλοδαπή ενώπιον του ‘Ελληνα Προξένου ο οποίος ασκεί και καθήκοντα συμβολαιογράφου, αλλά και ενώπιον αλλοδαπού συμβολαιογράφου, ο οποίος αποτελεί επίσημη ξένη αρχή με καθήκοντα τα ίδια με εκείνα του Έλληνα Συμβολαιογράφου. ΑΠ 581/2010, ΕΣυγκΔ  2010/93.

Απόφ. ΑΠ.

600x120 ESD

Διαβάστε περισσότερα στην Επιθεώρηση Συγκοινωνιακού Δικαίου – Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ο Σόλων

Leave a Reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *

*