Eνέργεια&Ασφάλιση: Προκλήσεις για τους ασφαλιστές

Στον κλάδο της (αντ)ασφάλισης, το μπαράζ γεγονότων που έπληξε την παγκόσμια κοινότητα και αφορά την Ενέργεια αλλά και την Κλιματική Αλλαγή, είχε μεγάλο αντίκτυπο. Οι (αντ)ασφαλιστές διαπίστωσαν με σκληρό τρόπο ότι τα παραδοσιακά προγράμματα που προσέφεραν, όταν οι συνθήκες ήταν ηπιότερες, δεν συνάδουν πλέον με τις παρούσες προκλήσεις. Ο κλάδος οφείλει να προσαρμοστεί στο «σήμερα», να γίνει πιο ανθεκτικός έναντι των κινδύνων, προκειμένου να βοηθήσει την κοινωνία να καταστεί εξίσου ανθεκτική. 

Στον τομέα της ενέργειας, μια σειρά από νέες προτεραιότητες –ανάπτυξη ΑΠΕ, ενεργειακή μετάβαση, ενεργειακή (αν)ασφάλεια, ανάγκη περιορισμού του «αποτυπώματος» άνθρακα– θέτουν τους ασφαλιστές αντιμέτωπους με νέα δεδομένα, και το «κλειδί» για την αντιμετώπισή τους είναι η καλύτερη κατανόηση, αξιολόγηση και εν τέλει αντιμετώπιση των κινδύνων που ανακύπτουν. 

Προσπάθειες για στροφή προς το Net-Zero, που απαιτούν την κατασκευή νέων υποδομών, θα πρέπει να ασφαλιστούν. Η Swiss Re εκτιμά ότι οι νέες ασφαλιστικές δραστηριότητες που σχετίζονται με ενέργεια θα οδηγήσουν σε παραγωγή ασφαλίστρων που θα ξεπεράσει τα 237 εκατ. δολ. έως το 2035 στις μεγάλες αγορές, όπως τις ΗΠΑ, τη Μ. Βρετανία και τη Γερμανία. 

Ωστόσο, παρά το γεγονός ότι οι προσπάθειες για ενεργειακή μετάβαση και ενεργειακή αποδέσμευση εντείνονται, μεγάλοι (αντ)ασφαλιστικοί όμιλοι εξακολουθούν να επενδύουν δισεκατομμύρια σε νέα έργα ορυκτών καυσίμων. Αν σε αυτό προστεθεί και ο κίνδυνος των stranded assets, όπου οι δεσμεύσεις ή η συμμετοχή εταιρειών στη βιομηχανία ορυκτών καυσίμων χάνουν την αξία τους, καθώς οδεύουμε σε μια οικονομία μηδενικού άνθρακα, τότε ο ασφαλιστικός τομέας είναι βέβαιο ότι θα υποστεί αυξανόμενες ζημίες. 

Οι ασφαλιστές έχουν τη δύναμη να ανατρέψουν τα δεδομένα επιλέγοντας να επενδύσουν σε πιο «πράσινες» δραστηριότητες, να κατευθύνουν τις εταιρείες στις οποίες επενδύουν προς πιο βιώσιμες πρακτικές και να δημιουργήσουν άμυνες έναντι των απωλειών που σχετίζονται με το κλίμα. 

Το υψηλότερο ενεργειακό κόστος, από την άλλη, θα μπορούσε να μεταφραστεί σε πολιτικούς και κοινωνικούς κινδύνους, προσθέτοντας έξτρα βάρος στις υπάρχουσες πληθωριστικές πιέσεις, επηρεάζοντας δυνητικά τις καταναλωτικές δαπάνες και την ευημερία των εργαζομένων. Καθώς η ενεργειακή μετάβαση κερδίζει δυναμική, η εστίαση θα μετατοπιστεί στην «κοινωνική» πτυχή του ESG, με πιθανά ζητήματα για την ενεργειακή φτώχεια και την ανεργία σε βιομηχανίες και περιοχές με δραστηριότητες που βασίζονται στον άνθρακα. 

Οι λύσεις που πρέπει δοθούν θα πρέπει να αντιμετωπίζουν κάθε πτυχή του «τρίπτυχου» ESG, από τη μείωση των εκπομπών έως την παροχή προσιτής, αξιόπιστης ενέργειας παγκοσμίως, ενώ ταυτόχρονα να εξισορροπούν τις ανάγκες ενός εργατικού δυναμικού. 

Η έγκαιρη συνεργασία με τους ασφαλιστές είναι απαραίτητη για την κατανόηση των κινδύνων αυτών και τη δημιουργία λύσεων. Η ασφαλιστική βιομηχανία μπορεί να παρέχει διατομεακή εμπειρογνωμοσύνη και γνώση, δεδομένα και εργαλεία για τον εντοπισμό και την ποσοτικοποίηση των κινδύνων. 

Συνεργαζόμενος με πελάτες, ο κλάδος μπορεί να βοηθήσει στην απομάκρυνση του κινδύνου των επενδύσεων που δρομολογούνται στην καθαρή ενέργεια. Ο ασφαλιστικός κλάδος δύναται επίσης να συνδράμει στον μετριασμό των κοινωνικών και περιβαλλοντικών συνεπειών αυτής της μετάβασης. 

Οι διαχειριστές κινδύνου είναι σε θέση, εν ολίγοις, να διαδραματίσουν σημαντικό ρόλο στην ενεργειακή μετάβαση, βοηθώντας τους οργανισμούς να κατανοήσουν τους κινδύνους και τις ευκαιρίες και να λάβουν τεκμηριωμένες αποφάσεις που ευθυγραμμίζονται με τις δεσμεύσεις του Net-Zero και του ESG. Τελικά, η ενεργειακή μετάβαση θα γίνει ένας κρίσιμος παράγοντας στις στρατηγικές και επιχειρησιακές αποφάσεις.

Το ζήτημα της νομοθεσίας

Σε όλο αυτό το νέο τοπίο που διαμορφώνεται, και παρά τις έντονες μεν, μεμονωμένες δε πρωτοβουλίες των ασφαλιστικών ομίλων να ενθαρρύνουν τις προσπάθειες για την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής, υπάρχει μια μεγάλη κινητήριος δύναμη και παράλληλα μια τροχοπέδη: το ζήτημα της νομοθεσίας. 

Δεδομένης της δέσμευσης της ΕΕ για μηδενικές εκπομπές έως το 2050, οι (αντ)ασφαλιστές οφείλουν να καταστήσουν το underwriting και τις επενδυτικές τους δραστηριότητες συμβατές με αυτές τις επιταγές. Θα πρέπει να αξιολογήσουν διεξοδικά και να προετοιμαστούν για τους κλιματικούς κινδύνους και να λάβουν ενεργά μέτρα προκειμένου να περιορίσουν τη στήριξη σε ρυπογόνες δραστηριότητες που λειτουργούν επιβαρυντικά για το κλίμα. 

Η αναθεώρηση του Solvency II για την επένδυση κεφαλαίων αποτελεί ομολογουμένως έναν δισεπίλυτο γρίφο για τον (αντ)ασφαλιστικό κόσμο, με έξτρα «ρήτρες», περιορισμούς και αυστηροποίηση του πλαισίου. Η ελληνική ασφαλιστική αγορά μάλιστα εκτιμά ότι η αυστηροποίηση του νομοθετικού πλαισίου ενδεχομένως να λειτουργήσει αποτρεπτικά έναντι των «πράσινων» επενδύσεων. 

Μακροπρόθεσμα, ωστόσο, εκτιμάται ότι θα βοηθήσει προς την κατεύθυνση της προώθησης της βιωσιμότητας με μέτρα όπως:

  • Πρόβλεψη ώστε η οικονομική ισχύς των ασφαλιστικών επιχειρήσεων να λαμβάνει καλύτερα υπόψη ορισμένους κινδύνους, συμπεριλαμβανομένων εκείνων που σχετίζονται με το κλίμα, και θα είναι λιγότερο ευαίσθητη στις βραχυπρόθεσμες διακυμάνσεις της αγοράς.

Leave a Reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *

*