Οι αρχές της αναλογικότητας των εισφορών και της ανταποδοτικότητας των παροχών σε «κρίση»

[starbox]

Η υποχρέωση καταβολής εισφορών επιβάλλεται ως «εκπλήρωση του χρέους της κοινωνικής αλληλεγγύης» κατά το άρθρο 25 παρ. 4 Συντ. Η έννοια της αναδιανομής εισοδήματος συνίσταται στο ότι, ενώ οι παροχές είναι καταρχήν ίδιες για όλα τα μέλη της οικείας ασφαλιστικής κοινότητας, το ασφαλιστικό κεφάλαιο, από το οποίο οι παροχές χρηματοδοτούνται, σχηματίζεται από διαφορετικού ύψους εισφορές, ανάλογα με τις αποδοχές του κάθε ασφαλισμένου.  Είναι χαρακτηριστικό ότι οι ασφαλιστικές εισφορές των μισθωτών επιμερίζονται μεταξύ των ίδιων και των εργοδοτών τους, ενώ οι αυτοαπασχολούμενοι βαρύνονται με το σύνολο των ασφαλιστικών εισφορών τους.

Ωστόσο, ο κοινωνικός χαρακτήρας του θεσμού της κοινωνικής ασφάλισης έγκειται στο ότι, σε αντίθεση με την ιδιωτική ασφάλιση, όπου το ύψος των ασφαλίστρων καθορίζεται ανάλογα με την εκτίμηση του κινδύνου, το ύψος των ασφαλιστικών εισφορών καθορίζεται ανάλογα με τις αποδοχές των ασφαλισμένων, συνδέεται δηλαδή με την πραγματική εισφοροδοτική ικανότητά τους. Με αυτό τον τρόπο, ικανοποιείται όχι μόνο το αίσθημα δικαιοσύνης, ως προς την ισοκατανομή των βαρών στην κοινότητα των ασφαλισμένων, αλλά και η έννοια της διαγενεακής αλληλεγγύης, στο βαθμό που εφαρμόζεται το διανεμητικό, αντί του κεφαλαιοποιητικού συστήματος χρηματοδότησης, δηλαδή οι εισφορές που καταβάλλουν οι οικονομικά ενεργοί ασφαλισμένοι χρηματοδοτούν τις παροχές προς τους συνταξιούχους της προηγούμενης γενιάς.

Η πρόσφατη πρόταση για το Ασφαλιστικό είναι φανερό ότι απομακρύνεται, κατά τρόπο ανησυχητικό, από την αρχή της αναλογικότητας, καθώς εισάγει στη φιλοσοφία της κοινωνικοασφαλιστικής εισφοράς έναν χαρακτήρα «φοροεισπρακτικό», ο οποίος όμως είναι παντελώς αλλότριος προς την αποστολή και το έργο της κοινωνικής ασφάλισης, υπονομεύοντας παράλληλα την ισότητα και την αλληλεγγύη των γενεών, δηλαδή βασικές θεμελιώδεις αρχές του συστήματος. Θα λέγαμε ότι επιβεβαιώνεται, με τον πιο μελανό τρόπο, μια κακή διαπραγματευτική πολιτική των τελευταίων ετών, η οποία συνέδεσε το ασφαλιστικό ζήτημα με τη δημοσιονομική προσαρμογή, εξομοιώνοντας αντικανονικά φόρους και εισφορές. Και όλα αυτά παρά το γεγονός ότι το Συμβούλιο της Επικρατείας ανέκαθεν διακήρυσσε την διακριτή διαφορά τους. Η ενιαία είσπραξη εισφορών και φόρων στο άμεσο μέλλον αποτελεί μια ακόμη ένδειξη για την αντισυμβατική ταύτιση του φορολογικού με το ασφαλιστικό.

Επιπροσθέτως, αν και η αρχή της πλήρους ανταποδοτικότητας ασφαλιστικών εισφορών και ασφαλιστικών παροχών δεν είναι συνταγματικώς καθιερωμένη και λόγω της διαφορετικής θέσης όσων δικαιούνταν συντάξεων από περισσότερους ασφαλιστικούς οργανισμούς, δικαιολογούνταν μέχρι σήμερα διαφορές στο ύψος των συντάξεων, η επιβολή, κατά το προσχέδιο του ασφαλιστικού, χαμηλών ποσοστών αναπλήρωσης, τα οποία φαίνεται ότι τελικώς ευνοούν χαμηλόμισθους με λιγότερα έτη ασφάλισης (όπου το μέσο ποσοστό ανέρχεται ως και το 75%-80%), ενώ παράλληλα αδικούν εκείνους που διατηρούσαν υψηλές αποδοχές με μεγαλύτερη συγκομιδή ετών έως και 40 έτη ασφάλισης (εκεί το μέσο ποσοστό μπορεί να κατέλθει έως και 60%) δημιουργεί καθεστώς ανισορροπίας και συγκρουσιακές σχέσεις ανάμεσα στις αρχές της αναλογικότητας και της ανταποδοτικότητας.

Στο πλαίσιο αυτό, ο υπολογισμός των αποδοχών με βάση τον μέσο όρο του συνόλου του εργασιακού και ασφαλιστικού βίου και όχι με βάση τα καλύτερα εισοδηματικά έτη ασφάλισης του εργασιακού βίου, καθώς και η εσωτερική κατάτμηση των συντελεστών αναπλήρωσης, συνηγορούν στη διαμόρφωση χαμηλότερου επιπέδου συντελεστών αναπλήρωσης και συντάξεων, παρά το ύψος των αποδοχών και τα αυξημένα έτη ασφάλισης.

*Ο κ. Κουτσούκος το 2006 ολοκλήρωσε επιτυχώς την άσκησή του και ενεγράφη ως δικηγόρος στο Δικηγορικό Σύλλογο Αθηνών (ΔΣΑ).
Συμμετέχει σήμερα ως εθνικός Εμπειρογνώμων στο χρηματοδοτούμενο από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή Πρόγραμμα «FreSsCo», αναφορικά με την «ελεύθερη κυκλοφορία των εργαζομένων και το συντονισμό των συστημάτων κοινωνικής ασφάλισης» (2014).
Έχει διατελέσει ειδικός ερευνητής–συνεργάτης στο ερευνητικό πρόγραμμα της κοινοτικής πρωτοβουλίας Equal στην επεξεργασία του ζητήματος της διαχείρισης της ενεργού γήρανσης (2005-2007) και ειδικός ερευνητής στο χρηματοδοτούμενο από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή Πρόγραμμα TRESS, αναφορικά με την «εκπαίδευση και δικτύωση στον Ευρωπαϊκό Συντονισμό των κοινωνικοασφαλιστικών συστημάτων» (2006-2011).
Έχει επίσης διατελέσει ερευνητής για το έργο της συλλογής εθνικής νομολογίας στο πεδίο του κοινωνικοασφαλιστικού δικαίου για λογαριασμό του Ευρωπαϊκού Ινστιτούτου Κοινωνικής Ασφάλισης (Social Security Cases in Europe: National Courts – 2006), καθώς και ερευνητής για λογαριασμό του Πανεπιστημίου της Γάνδης (2005) στα πλαίσια του προγράμματος Special για την ανάδειξη της ανεργίας ως κοινωνικού ζητήματος (Social Security in Europe – Yves Yorens-Prof. Law Faculty Ghent University, John Ditch Prof. Northumbria University (United Kingdom).
Συμμετέχει από το 2004 σε ομάδες εργασίας για τις συντάξεις, την απαγόρευση των διακρίσεων και το μεταναστευτικό δίκαιο για λογαριασμό του διεθνούς δικτύου Ius Laboris.
Έχει συγγράψει πληθώρα άρθρων, τα οποία έχουν δημοσιευθεί σε περιοδικά (ελληνικά και διεθνή) και στο διαδίκτυο. Είναι ερευνητικό μέλος του Εργαστηρίου Κοινωνικών Ασφαλίσεων, Υγείας και Πρόνοιας του Πανεπιστημίου Αθηνών (2004-σήμερα).

Leave a Reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *

*