Ανάπτυξη και φόροι, ο φάντης με το ρετσινόλαδο

του Χαράλαμπου Τσοχαντάρη

*Διευθυντής Παραγωγής & Υποστήριξης της PROSVASIS AEBE

Πολλά και ωραία πραγματάκια έχουν επιστρέψει στο δημόσιο διάλογο τις τελευταίες μέρες. Πρώτα – πρώτα επανήλθε δριμύτερη η συζήτηση για το εάν η Ελληνική οικονομία πάσχει από υψηλό έλλειμμα ή υψηλό χρέος. Το ερώτημα είναι: Έχει σήμερα καμιά σημασία αυτό;

Όχι, θα σας πουν οι ευρωπαϊστές (σχεδόν όλοι δηλαδή, σύμφωνα με τη βουλευτική δύναμη των κομμάτων). Ακόμη και αν όλες οι υποχρεώσεις της χώρας χαρίζονταν, οι κυβερνήσεις μας θα βρίσκαν τον τρόπο αφ’ ενός να δανειστούν και αφ’ ετέρου να επενδύσουν τα δανεικά στον αντιπαραγωγικό δημόσιο τομέα.

Το αποτέλεσμα θα ήταν ότι σε λίγα χρόνια τα συσσωρευμένα ελλείμματα θα είχαν ξανά δημιουργήσει το χρέος. Εδώ δηλαδή επιχειρείται να δοθεί μια εξ’ αποκαλύψεως απάντηση στο ατέρμονο ερώτημα κότας – αυγού (εν προκειμένω ελλείμματος – χρέους): Στην περίπτωση της Ελλάδος, όλα ξεκίνησαν απ’ τα ελλείμματα. Ποια ελλείμματα αλήθεια;

Δύο φαίνονται να είναι τα μόνιμα ελλείμματα της ελληνικής οικονομίας μετά την μεταπολίτευση, που συνδυαστικά έφεραν την κρίση:

α) το Δημοσιονομικό έλλειμμα και

β) το έλλειμμα παραγωγής

Υποτίθεται ότι τα Μνημόνια σχεδιάστηκαν για να αντιμετωπίσουν και τα δύο, αλλά από την αρχή η τότε κυβέρνηση επέλεξε να αντιμετωπίσει το Δημοσιονομικό. Πιθανόν γιατί δεν ήξερε πως να λύσει το άλλο, πιθανότερα όμως γιατί καταλάβαινε ότι για να αντιμετωπίσει το έλλειμμα παραγωγής θα έπρεπε πρώτα να αντιμετωπίσει τους δικούς της δαίμονες: Γραφειοκρατία, πολυνομία, τυπολαγνεία και πάνω απ’ όλα το πρόσκαιρο μεθύσι της εξουσίας που δίνει η καρέκλα. Όταν επί σαράντα χρόνια προσπαθείς να αποδείξεις ότι η μετριότητα είναι η αρετή που θα κληρονομήσει τη γη, η παραγωγή μοιάζει μια πρόστυχη λέξη.

Αυτή την επιλογή της λοιπόν, που υιοθετήθηκε απ’ όλες τις κυβερνήσεις που ακολούθησαν, την πληρώνουμε σήμερα πολύ ακριβά.

Το πρόβλημα της Ελλάδας εντείνεται με την αγωνιώδη προσπάθεια της κάθε κυβέρνησης, που λειτουργεί πλέον υπό επιτροπεία, να αυξήσει τα φορολογικά έσοδα με νέους φόρους και με απέλπιδες προσπάθειες να παταχθεί η φοροδιαφυγή.

Φυσικά, αυτές οι προσπάθειές της λειτουργούν αποτρεπτικά σε κάθε επιχείρημα αύξησης της παραγωγής και της απασχόλησης, η οποία μπορεί να προέλθει μόνο από τον ιδιωτικό τομέα.

Θα πρέπει κάποτε να δούμε την πλευρά των ανθρώπων που θα φέρουν την πραγματικότητα στα μέτωπα της παραγωγής και κατά συνέπεια στην αύξηση της φοροδοτικής ικανότητας της κοινωνίας.

Και η πραγματικότητα λέει ότι δεν υπάρχει επιχειρηματικότητα χωρίς επιχειρηματίες και στελέχη επιχειρήσεων, όπως επίσης ότι δεν μπορούν να εισπραχθούν φόροι από φορολογούμενους που δεν υπάρχουν.

Το θέμα γίνεται χειρότερο επειδή αυτοί που καλούνται να πληρώσουν περισσότερα ή να είναι συνεπείς, είναι οι ίδιοι που χρειάζεται να αυξήσουν την παραγωγή και να δημιουργήσουν νέες δουλειές.

Πάρτε παράδειγμα τον ΕΝΦΙΑ. Μια χαρά φόρος θα ήταν αν δεν εφαρμοζόταν:

– σε χώρα που τα εισοδήματα έχουν πέσει απότομα,
– σε χρόνο που τα έσοδα του Κράτους έχουν αυξηθεί πολύ ως προς το ΑΕΠ,
– με τρόπο που να ενισχύει την αίσθηση του αρπακτικού κράτους, αφού εφαρμόζεται άγαρμπα και πιθανώς παράνομα,
– έτσι ώστε να μειώνει τις αποταμιεύσεις των υποψήφιων επενδυτών σε μικρές επιχειρήσεις,
– σε αντικατάσταση κατά προτίμηση κάποιας άλλης έμμεσης επιβάρυνσης.

Χωρίς πολλές μικρομεσαίες επενδύσεις, δεν υπάρχει περίπτωση να αυξηθεί η απασχόληση και το ΑΕΠ. Το Δημόσιο δεν μπορεί να δημιουργήσει δουλειές πλέον. Λεφτά δεν υπάρχουν, οι μεγάλες εταιρείες εγκαταλείπουν την Ελλάδα.

Όμως, ο δικηγόρος που θα δώσει στην κόρη του 100.000 ευρώ για να σχεδιάσει ρούχα ή ο γιατρός που θα δοκιμάσει την καλλιέργεια βοτάνων για εξαγωγή, επενδύοντας 200.000 ευρώ, είναι ρεαλιστικά παραδείγματα βιώσιμων επενδύσεων που θα μπορούσαν να πραγματοποιηθούν.

Η αφαίμαξη όμως περιουσιών και, το χειρότερο, ο φόβος των ποινών πάνω στην οποιαδήποτε επιχειρηματική προσπάθεια, δυσχεραίνει έως αποτρέπει την διάθεση για επένδυση, δημιουργία και παραγωγή.

Τα πρόστιμα και οι ποινές για φορολογικές παραβάσεις και χρέη προς το Δημόσιο είναι εξοντωτικές. Ένας επιχειρηματίας, εάν δεν μπορεί να πληρώσει τον ΕΦΚΑ, γίνεται υπόδικος, δεν χάνει απλά το ασφαλιστικό του δικαίωμα..

Εάν ο ίδιος επίσης έχει υπάλληλο, εφαρμόζει τις υψηλότερες κρατήσεις στην Ευρώπη πάνω στον χαμηλό μισθό του υπαλλήλου ή απλά εξοντώνεται από τα πρόστιμα. Αν δε κάποιος είναι διευθυντικό στέλεχος σε εταιρεία και αυτή χρεοκοπήσει, χάνει την περιουσία του. Επιπλέον, κανένας από τους ανωτέρω δεν θα μπορέσει να ξαναεπιχειρήσει για πολλά χρόνια. Ό,τι δε χρήματα έχουν πάει στο εξωτερικό, θα μείνουν για πάντα εκεί.

Όλες οι ανωτέρω ποινές θα ήταν καλές, αν το πρόβλημα της Ελλάδας ήταν η φοροδιαφυγή και η ασυνέπεια. Όμως, δυστυχώς, ξεφεύγει απ’ τους κρατούντες ότι το πρόβλημα είναι η παραγωγή και η απασχόληση. Εάν αυτές δεν αυξηθούν, δεν υπάρχει περίπτωση να υπάρξει φοροδοτική ικανότητα και τα δημόσια έσοδα θα αρχίσουν να πέφτουν σταθερά, όσους και να προσπαθήσουν να βάλουν στη φυλακή.

Η Κυβέρνηση θα μπορούσε:

α) Να κόψει άμεσα δαπάνες (άχρηστες υπηρεσίες).
β) Να μειώσει το φόρο εργασίας (ασφαλιστικές εισφορές).
γ) Να καταργήσει τις ποινές πάνω στην επιχειρηματική αποτυχία και την αδυναμία πληρωμής μετά από χρεοκοπία.
δ) Να αφαιρέσει τα έμμεσα αντικίνητρα για μικρές επενδύσεις.
ε) Να πλαισιώσει με ανθρώπους της αγοράς τα κέντρα εξουσίας, υπεύθυνα για την αύξηση της παραγωγής.
στ’) Να μειώσει κατά πολύ τα υπέρογκα πρόστιμα για μικρές παραβάσεις.
ζ) Να σκεφτεί πώς θα αυξηθεί η φοροεισπρακτική ικανότητα του ελληνικού δημόσιου, μέσω κινήτρων όχι απειλών.

Ωραία τα γράφω. Εάν ποτέ αποκτήσουμε ξανά ελεύθερο κράτος, ελπίζω κάποιες τέτοιες ιδέες να εφαρμοστούν. Όσο για μένα, και Μαθουσάλας να γίνω δεν θα δω αυτή τη μέρα.

Leave a Reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *

*