Γ. Στουρνάρας: Αξιολόγηση και μεταρρυθμίσεις κλείδι για την ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας

Στις προοπτικές της ελληνικής οικονομίας εστίασε την ομιλία του, ο Διοικητής της ΤτΕ, Γιάννης Στουρνάρας σε χθεσινή κδήλωση της Τράπεζας Πειραιώς, τονίζοντας ότι οι τράπεζες μπορεί να παίξουν ιδιαίτερα ρόλο στην ανάκαμψη. Κλειδί  για την βελτίωση της ελληνικής οικονομίας και της επιχειρηματικότητας τόνισε είναι να ενισχυθούν περισσότερο οι ήδη μεταρρυθμίσεις που έχουν υλοποιηθεί. Σημαντικό ρόλο για την επίτευξη όλων αυτών,  ωστόσο το κλείσιμο της αξιολόγησης.

Βάσει εκτιμήσεων του ΟΟΣΑ, η πλήρης εφαρμογή όλων των μεταρρυθμίσεων, τόσο αυτών που έχουν ήδη υλοποιηθεί όσο και αυτών που πρόκειται να υλοποιηθούν στο πλαίσιο του προγράμματος, αναμένεται να οδηγήσει σε αύξηση του πραγματικού ΑΕΠ κατά περίπου 13% την επόμενη δεκαετία.

Για την ενίσχυση των μακροπρόθεσμων προοπτικών των εξωστρεφών επιχειρήσεων χρειάζεται περαιτέρω άνοιγμα στο διεθνές εμπόριο, συμμετοχή στις παγκόσμιες αλυσίδες αξίας και σύσφιγξη των εμπορικών δεσμών με χώρες και επιχειρήσεις που διαθέτουν τεχνολογία αιχμής. Με τον τρόπο αυτό μπορούν να ξεπεραστούν οι εγγενείς διαρθρωτικές αδυναμίες που εμποδίζουν τη διείσδυση των ελληνικών προϊόντων στις διεθνείς αγορές και αφορούν πτυχές όπως η ποιότητα των προϊόντων, η προστατευόμενη ονομασία προέλευσης και η καθιέρωση επωνυμίας (branding), η γραφειοκρατία κ.λπ. Επίσης θα συμβάλει θετικά η βελτίωση των όρων και συνθηκών χρηματοδότησης.

Όμως, οι προοπτικές για τις επιχειρήσεις συνδέονται στενά και με την πορεία των διαδοχικών αξιολογήσεων του προγράμματος. Μετά την επιτυχή ολοκλήρωση της πρώτης αξιολόγησης, δημιουργήθηκε δυναμική που επέδρασε θετικά στην εμπιστοσύνη και τη ρευστότητα. Υπήρξε βελτίωση σε μια σειρά από βασικούς δείκτες οικονομικής δραστηριότητας, όπως η βιομηχανική παραγωγή, οι λιανικές πωλήσεις, οι ροές μισθωτής απασχόλησης και η ιδιωτική κατανάλωση. Οι τραπεζικές καταθέσεις σταθεροποιήθηκαν και η έκτακτη ενίσχυση των ελληνικών τραπεζών σε ρευστότητα (ELA) μειώθηκε. Αυτές οι εξελίξεις έδειχναν τότε ότι η ανάκαμψη θα αρχίσει το δεύτερο εξάμηνο του 2016 και θα συνεχιστεί το 2017 και το 2018.

Η προοπτική αυτή παραμένει κατ’ αρχήν εφικτή παρά την επιδείνωση της εμπιστοσύνης και την υποχώρηση των βραχυχρόνιων δεικτών τους τελευταίους μήνες, οι οποίες συνδέονται με την καθυστέρηση στην ολοκλήρωση της δεύτερης αξιολόγησης. Προς το παρόν, η καθυστέρηση αυτή έχει εξασθενήσει τη θετική δυναμική της οικονομικής δραστηριότητας, χωρίς εντούτοις να την αναστρέψει. Όμως, ενδεχόμενη άλλη καθυστέρηση μπορεί να εκτροχιάσει την ανάκαμψη της οικονομίας, και να θέσει έτσι σε κίνδυνο όλους τους στόχους, αναπτυξιακούς, δημοσιονομικούς, χρηματοπιστωτικούς.

Η επιχειρηματικότητα όμως δεν χρειάζεται μόνο εμπιστοσύνη. Απαιτείται και εφαρμογή των μεταρρυθμίσεων που προβλέπει το πρόγραμμα. Ιδιαίτερη έμφαση πρέπει να δοθεί στην απλούστευση των διαδικασιών αδειοδότησης επενδύσεων, στη μείωση των διοικητικών βαρών για τις επιχειρήσεις και στη διευκόλυνση του ανταγωνισμού, στο άνοιγμα όσων επαγγελμάτων παραμένουν κλειστά και των δικτύων, στον εκσυγχρονισμό και την ενίσχυση της δημόσιας διοίκησης, στην αναβάθμιση και επιτάχυνση της απονομής της δικαιοσύνης και, βεβαίως, στη μείωση της φορολογίας φυσικών προσώπων και επιχειρήσεων. Έμφαση πρέπει επίσης να δοθεί στη συγκράτηση και την αναδιάρθρωση των μη παραγωγικών δαπανών και στην αποτελεσματική αξιοποίηση της δημόσιας περιουσίας, που θα δημιουργήσει κίνητρα για την αύξηση των επενδύσεων και της απασχόλησης, συμβάλλοντας στην αύξηση του δυνητικού προϊόντος.

Οι θεσμοί, με τη σειρά τους, θα πρέπει να επιδείξουν μεγαλύτερη ευελιξία στο θέμα των δημοσιονομικών στόχων και της ελάφρυνσης του δημόσιου χρέους. Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις της Τράπεζας της Ελλάδος, είναι εφικτή η μείωση του στόχου για πρωτογενές πλεόνασμα της γενικής κυβέρνησης σε 2% του ΑΕΠ (αντί 3,5% που είναι σήμερα) μετά το 2020, χωρίς να τίθεται σε κίνδυνο η βιωσιμότητα του δημόσιου χρέους, εφόσον αυτό συνδυαστεί με ήπια μέτρα ελάφρυνσης του χρέους και μεταρρυθμίσεις με σκοπό την ενίσχυση της δυνητικής ανάπτυξης. Αυτή η χαλάρωση των στόχων για το πρωτογενές πλεόνασμα, σε συνδυασμό με την εφαρμογή των συμφωνηθεισών μεταρρυθμίσεων, θα δημιουργήσει τις αναγκαίες προϋποθέσεις για τη σταδιακή μείωση των φορολογικών συντελεστών, με θετικές πολλαπλασιαστικές επιδράσεις στην οικονομική ανάπτυξη.

Τέλος, υπάρχει το θέμα ποια μέτρα ελάφρυνσης του χρέους πρέπει να ληφθούν. Τα βραχυπρόθεσμα μέτρα που αποφασίστηκαν στη σύνοδο του Eurogroup της 5ης Δεκεμβρίου 2016 είναι ένα θετικό βήμα και αναμένεται να μειώσουν το λόγο του δημόσιου χρέους προς το ΑΕΠ κατά 20 ποσοστιαίες μονάδες μέχρι το 2060.

Όμως, τόνισε για να εξασφαλίσουμε τη βιωσιμότητα του χρέους, χρειάζονται και πρόσθετα, μεσοπρόθεσμα μέτρα. Όταν ο λόγος χρέους προς ΑΕΠ είναι πάνω από 100%, μέτρα που μειώνουν τις δαπάνες για τόκους μπορούν να βελτιώσουν το λόγο ταχύτερα από ό,τι η αύξηση του πρωτογενούς πλεονάσματος. Για παράδειγμα, με λόγο χρέους προς ΑΕΠ 180%, μια μείωση του μέσου επιτοκίου του χρέους κατά μία ποσοστιαία μονάδα μειώνει το λόγο του χρέους προς το ΑΕΠ κατά 1,8 ποσοστιαία μονάδα. Αντίθετα, μια αύξηση του πρωτογενούς πλεονάσματος ως ποσοστού του ΑΕΠ κατά μία ποσοστιαία μονάδα μειώνει το λόγο του χρέους προς το ΑΕΠ μόλις κατά μία ποσοστιαία μονάδα (υποθέτοντας ότι ο δημοσιονομικός πολλαπλασιαστής είναι 0, κάτι που, όπως γνωρίζουμε, δεν ισχύει).

Leave a Reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *

*