Δυσμενής επιδείνωση της υγείας εξαιτίας τραυματισμού σε τροχαίο ατύχημα – Επέκταση 5ετους παραγραφής σε 20ετία

Από το συνδυασμό των άρθρων 247, 251, 248, 914 και 937 ΑΚ συνάγεται ότι σε περίπτωση αδικοπραξίας, αφότου εκδηλώθηκε το ζημιογόνο γεγονός, γεννάται υπέρ του ζημιωθέντος απαίτηση αποζημίωσης για την όλη ζημία, θετική και αποθετική, παρούσα ή μέλλουσα η δε παραγραφή της αντίστοιχης αξίωσης, έστω και αν αφορά μέλλουσα ζημία, που όμως είναι προβλεπτή κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων, είναι κατ’ αρχήν πενταετής και εφόσον η δικαστική επιδίωξη αυτής της αξίωσης είναι δυνατή, πράγμα που, εξαιρέσει σχετικού νομικού κωλύματος, πάντοτε συμβαίνει, η εν λόγω παραγραφή αρχίζει να τρέχει, για όλες τις ζημίες ενιαίως, από τότε που ο ζημιωθείς έλαβε γνώση της πρώτης επιζήμιας συνέπειας και του υπόχρεου προς αποζημίωση,

Όταν από τη ζημιογόνα πράξη προκύπτει απρόβλεπτη δυσμενής συνέπεια, άρχεται νέα ξεχωριστή παραγραφή από της γνώσεως της ζημίας και του προς αποζημίωση υποχρέου. Ο ισχυρισμός του ενάγοντος ότι η δυσμενής συνέπεια ήταν από την αρχή απρόβλεπτη δεν αποτελεί αντένσταση, αλλά άρνηση της ενστάσεως παραγραφής. Έτσι, ο ενάγων δεν έχει το βάρος να επικαλεσθεί το χαρακτηρισμό της ζημίας του ως απρόβλεπτης, αλλά ο εναγόμενος, ως ενιστάμενος, έχει το βάρος να επικαλεσθεί και αποδείξει ότι η ζημία ήταν από την αρχή προβλεπτή, διότι αυτό είναι το περιεχόμενο της ενστάσεώς του.

Εν προκειμένω οι εμφανιζόμενες ως δήθεν απρόβλεπτες αξιώσεις αναφερόμενες σε απώλεια εισοδημάτων από την εργασία του αναιρεσείοντος, ως οδηγού επαγγελματικού αυτοκινήτου , για το χρονικό διάστημα από 1.6.2006 έως 31.12.2008 αποτελούν μέρος αναγόμενο σε μεταγενέστερο χρόνο της όλης αξίωσης για την αποθετική ζημία από τον τραυματισμό του, κατά το τροχαίο ατύχημα, η ύπαρξη της οποίας για το διάστημα από 1.9.1995 έως 31.5.1998 βεβαιώθηκε με την τελεσίδικη απόφαση του εφετείου το 2001, η οποία δημοσιεύθηκε την 16.5.2001 οπότε από της δημοσίευσής της θεωρείται ότι έχει βεβαιωθεί εμμέσως με δύναμη δεδικασμένου και έκτοτε πλέον υπόκειται σε 20ετή παραγραφή.

 Αναιρείται Εφετειακή απόφαση που έκρινε την αγωγή παραγεγραμμένη και απέρριψε την έφεση του αναιρεσείοντος ως αβάσιμη, καθότι παραβίασε ευθέως τις ουσιαστικού δικαίου διατάξεις των άρθρων 268 και 937 Α.Κ. με εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή αυτών, του μεν πρώτου με την εσφαλμένη ερμηνεία και τη μη εφαρμογή του, ενώ συνέτρεχαν οι προς τούτο προϋποθέσεις, του δε δευτέρου με το να το εφαρμόσει, ενώ δεν έπρεπε, και υπέπεσε έτσι στην πλημμέλεια από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 Κ.Πολ.Δ.

 

Απώλεια Όρασης

λόγω μετεγχειρητικού γλαυκώματος

απότοκου τροχαίου ατυχήματος

Για τις επίδικες αξιώσεις του ενάγοντος, οι οποίες στηρίζονται στην απρόβλεπτη επιδείνωση της υγείας του, ίσχυε νέα παραγραφή, που άρχισε οπό τότε που έλαβε ο ενάγων γνώση αυτής και των δυσμενών συνεπειών της , η οποία τόσον για τον πρώτο εναγόμενο υπαίτιο οδηγού, όσον και για την δεύτερη εναγομένη ασφαλιστική εταιρεία είναι πενταετής (937 παρ. 1 Α.Κ.), εφόσον αποδεικνύεται η βάση της υπό κρίση αγωγής, περί σωρευτικής αναδοχής χρέους του άρθρου 477 ΑΚ, ενόψει του ότι ο πρώτος εναγόμενος επέδειξε κατά άρθρο 43 του Ν. 2094/1992 στο αρμόδιο αστυνομικό τμήμα τη βεβαίωση ασφάλισης της δεύτερης εναγομένης ασφαλιστικής.

 

Διακοπή παραγραφής  –  Επίδοση αγωγής

ΑΚ 261 εδ α, Κ.Πολ.Δ. 221 παρ. 1

 

Από τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 261 εδαφ. α’ ΑΚ και 221 παρ. 1 ΚΠολΔ, προκύπτει ότι σε περίπτωση άσκησης αγωγής για μέρος μόνο της αξίωσης για αποζημίωση, η επίδοση της αγωγής διακόπτει την παραγραφή μόνο για το μέρος αυτό, ως προς το οποίο δημιουργείται αντιστοίχως εκκρεμοδικία.

Σχόλια – Παρατηρήσεις

1.Επιδείνωση Νόσου – Επέκταση 5ετους Παραγραφής σε 20ετία

Κάθε αξίωση που βεβαιώθηκε με τελεσίδικη απόφαση ή με δημόσιο έγγραφο εκτελεστό παραγράφεται μετά είκοσι χρόνια, και αν ακόμη η αξίωση καθαυτή υπαγόταν σε συντομότερη παραγραφή”, εάν βεβαιωθεί με τελεσίδικη δικαστική απόφαση η ύπαρξη αξιώσεως για θετική και αποθετική ζημία από αδικοπραξία, η οποία υπόκειται κατ΄ αρχήν στην πενταετή παραγραφή του άρθρου 937 παρ. 1 ΑΚ, από την τελεσιδικία αρχίζει εικοσαετής παραγραφή και ως προς το μέρος της όλης αξιώσεως για αποκατάσταση της αποθετικής ζημίας, η οποία ανάγεται σε χρόνο μεταγενέστερο εκείνου, για τον οποίο επιδικάσθηκε αποζημίωση ( Ολ ΑΠ 24/2003). Αναγκαία όμως προϋπόθεση για την δέσμευση από το δεδικασμένο  εκδοθείσης αποφάσεως είναι η ασκούμενη με τη μεταγενέστερη αγωγή αξίωση  καταβολής αποζημιώσεως για βλάβη π.χ του σώματος ή της υγείας του παθόντος  σε ατύχημα από αυτοκίνητο να μπορούσε   απ΄ αρχής να προβλεφθεί .  Σε αντίθετη περίπτωση, αν δηλαδή  η ζημία  είναι  απρόβλεπτη , ισχύει  νέα παραγραφή  για εκείνες τις δυσμενείς συνέπειες που δεν μπορούσαν από την αρχή να προβλεφθούν κατά τους κοινούς κανόνες,  η οποία ( παραγραφή ) και  αρχίζει από τότε που ο παθών   έλαβε γνώση   των νέων δυσμενών συνεπειών και της αιτιώδους συνάφειάς τους με το ατύχημα. ΑΠ 1100/2005, ΕΣυγκΔ 2006/151.

Η επιδίκαση με τελεσίδικη δικαστική απόφαση αποζημίωσης στον τραυματισθέντα σε ατύχημα δεν εμποδίζει την μεταγενέστερη επιδίωξη  – με νέα αγωγή –  περαιτέρω αποζημίωσης, υπό την προϋπόθεση ότι οι περαιτέρω επιζήμιες συνέπειες της αδικοπραξίας εκδηλώθηκαν μεταγενέστερα και δεν μπορούσαν να προβλεφθούν από το δικαστήριο, το οποίο επιδίκασε στον παθόντα την προηγουμένη αποζημίωση.  Ο ενάγων παθών με δευτέρα αγωγή του εκθέτει ότι συνεπεία του επίδικου εκ του ατυχήματος τραυματισμού του παρουσίασε μεταγενέστερα χρόνια καταθλιπτική συνδρομή μετά ψυχονευρωσικών στοιχείων, παθήσεις που χρήζουν φαρμακευτικής αγωγής, ιατρικής παρακολούθησης και συνοδού προσώπου λόγω της λειτουργικής αδυναμίας αυτοεξυπηρέτησης, εφόρου ζωής. ΑΠ 470/2011, ΕΣυγκΔ 2011/369.

βλ. ομοίως και ΑΠ 323/2013, ΕΣυγκΔ 2013/357, ΑΠ 33/2013, ΕΣυγκΔ 2013/90.

Μεταγενέστερες μη προβλεπτές δυσμενείς συνέπειες της αδικοπραξίας, (όπως αιφνίδιες επιδεινώσεις νόσου),  που δεν ελήφθησαν υπόψη σε προηγούμενη δικαστική απόφαση, μπορούν να δικαιολογήσουν πρόσθετη χρηματική ικανοποίηση για ηθική βλάβη. Δεν υπάρχει εμπόδιο από το δεδικασμένο της προηγούμενης αποφάσεως.   Δεν συντρέχει όμως τούτο όταν είναι προβλεπτή και συνήθης η ανάγκη ενεργείας νέας εγχειρήσεως, όπως στις περιπτώσεις στις ορθοπεδικές επεμβάσεις αφαίρεσης υλικών οστεοσύνθεσης, τα οποία πρέπει να αφαιρεθούν με δεύτερη εγχείρηση σε νοσοκομείο, που επιβάλλει ορισμένη νοσηλεία και συνεπάγεται σωματικούς και ψυχικούς πόνους.  Με την κατωτέρω δημοσιευόμενη απόφαση απορρίπτεται ο εκ του άρθρ. 559 εδ.1 ΚΠολΔ σχετικός λόγος αναίρεσης, ως αβάσιμος, αλλά και ο εκ του άρθρ. 559 αρ.19 ΚΠολΔ ως απαράδεκτος, αφού το σχετικό αγωγικό αίτημα απορρίφθηκε από το εφετείο ως μη νόμιμο. ΑΠ 141/2009, ΕΣυγκΔ 2009/214.

Η κρίση του δικαστηρίου της ουσίας περί του προβλεπτού ή μη της μέλλουσας επιδεινώσεως της καταστάσεως της υγείας του παθόντος, προκύπτουσα από τις αποδείξεις ή τα εκτιθέμενα στην αγωγή, ως εκτίμηση πραγματικών γεγονότων, δεν ελέγχεται αναιρετικώς. ΑΠ  51/2011, ΕΣυγκΔ 2011/106.

Διαβάστε περισσότερα εδώ

Επιθεώρηση Συγκοινωνιακού Δικαίου – Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ο Σόλων

Leave a Reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *

*