Επενδυτικές προβλέψεις: Τα καλά και τα άσχημα νέα

του Teis Knuthsen, Επικεφαλής Επενδύσεων στη Saxo Private Bank

 Οι προοπτικές για την παγκόσμια οικονομία βελτιώνονται…

Τους τελευταίους μήνες η παγκόσμια οικονομία βρίσκεται σε μια σχετικά θετική τροχιά, κάτι που για πολλούς αποτελεί έκπληξη. Ο πιο απλός τρόπος μέτρησης αυτής της κατάστασης είναι οι δείκτες οικονομικής έκπληξης, οι οποίοι αποτυπώνουν την πορεία βασικών μακροοικονομικών μεγεθών σε σχέση με τις εκτιμήσεις των αναλυτών. Από τον Φεβρουάριο, η «μακροοικονομική δυναμική» έχει αυξηθεί σημαντικά και έχει συμβάλει σε μια παρατεταμένη περίοδο ανάληψης κινδύνου στις χρηματοοικονομικές αγορές, στη διάρκεια της οποίας οι παγκόσμιες μετοχές έχουν καταγράψει άνοδο κοντά στο 20%.

 Αυτή η θετικότερη οικονομική εξέλιξη οφείλεται κατά κύριο λόγο στον συνδυασμό του σοκ από την πτώση της τιμής του πετρελαίου και μιας στροφής στον κύκλο αποθεμάτων. Η τάση αυτή υποστηρίζεται από μια συνεχιζόμενη πτώση στα ποσοστά ανεργίας σε όλες τις βασικές γεωγραφικές περιοχές, που με τη σειρά της ενισχύει την κατανάλωση και την κινητικότητα στην αγορά κατοικίας. Την ίδια στιγμή είναι πλέον ξεκάθαρο ότι το Brexit δεν επέφερε την καταστροφή για την παγκόσμια ή για τη βρετανική οικονομία που πολλοί είχαν σπεύσει να προβλέψουν (ενώ δεν βρίσκονταν καν στη χώρα, επιτρέψτε μου να προσθέσω).

…ωστόσο τα επιτόκια παραμένουν χαμηλά

 Οι κεντρικές τράπεζες έμειναν ως επί το πλείστον στο περιθώριο κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου θετικών οικονομικών ειδήσεων, χάρη στα πολύ χαμηλά ποσοστά πληθωρισμού στις περισσότερες περιοχές, και η πρόβλεψη είναι ότι αυτή η περίοδος πολύ χαμηλών −ή ακόμα και αρνητικών σε μερικές χώρες− επιτοκίων θα συνεχιστεί για καιρό ακόμα. Τα χαμηλά επιτόκια επηρεάζουν θετικά τις αγορές κατοικίας, μέσω του χαμηλότερου κόστους χρηματοδότησης που σημειώθηκε ποτέ. Ομοίως, επηρεάζονται θετικά και τα χρηματιστήρια μετοχών, εν μέρει λόγω της σύγκρισης με εναλλακτικές κατηγορίες αξιογράφων, εν μέρει λόγω των ευνοϊκών συνθηκών για τις εταιρείες να χρηματοδοτήσουν προγράμματα επαναγοράς μετοχών με την έκδοση ομολόγων. Όσο οι τιμές αυξάνονται σε αυτές τις δύο κατηγορίες αξιογράφων, τόσο οι αναμενόμενες αποδόσεις μειώνονται. Αυτό, όμως, αποτελεί πρόβλημα για μελλοντικό χρόνο.

 Ωστόσο, ο μακροοικονομικός αντίκτυπος των χαμηλών επιτοκίων είναι κάπως αμφισβητήσιμος, καθώς οι καταναλωτές αναγκάζονται να αυξήσουν τις αποταμιεύσεις τους προκειμένου να διασφαλίσουν ότι θα συνεχίσουν να είναι σε θέση να καταναλώνουν με τον ίδιο τρόπο στο μέλλον, και επειδή υπάρχουν ενδείξεις ότι οι επιχειρήσεις δανείζονται κεφάλαια για να χρηματοδοτήσουν προγράμματα επαναγοράς μετοχών, και όχι για επενδύσεις. Δεν αποτελεί έκπληξη το γεγονός ότι οι αγορές αξιογράφων παραμένουν κάπως πιο ζωηρές από τις οικονομικές τάσεις

Έρχονται επιτέλους τα δημοσιονομικά κίνητρα;

 Τέλος, δεδομένου ότι αποτελεί δυνητικό παράγοντα ενίσχυσης των οικονομικών προβλέψεων, αξίζει να έχουμε τον νου μας σε μια πιθανή κίνηση αύξησης των δημοσιονομικών κινήτρων στο εγγύς μέλλον. Ειδικά στις ΗΠΑ, και οι δύο υποψήφιοι για την προεδρία επιχειρηματολογούν υπέρ της αύξησης των κυβερνητικών δαπανών. Ωστόσο, και σε Ευρώπη, Ιαπωνία και Κίνα παρατηρείται μια στροφή προς πιο επεκτατικές δημοσιονομικές πολιτικές. (Πολλοί πιθανόν να θεωρήσουν ότι οι αυξημένες δημόσιες επενδύσεις θα έπρεπε να είναι δεδομένες στο μέλλον, αν λάβουμε υπόψη ότι πολλοί υπουργοί Οικονομικών μπορούν να δανειστούν με αρνητικά επιτόκια – αν αυτό δεν ενθαρρύνει τις επενδύσεις υποδομής, τότε τι θα μπορούσε;)

 Αρνητικό κλίμα

 Ωστόσο, δεν είναι όλα θετικά. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η πρόσφατη ανακοίνωση από την επικεφαλής της Ομοσπονδιακής Τράπεζας των ΗΠΑ (Fed), Janet Yellen, η οποία σε ελεύθερη απόδοση αναφέρει τα εξής: «Αναγνωρίζουμε ότι οι πρόσφατες οικονομικές εξελίξεις ήταν καλύτερες από το αναμενόμενο. Αν αυτό συνεχιστεί, τότε θα υπάρχει περιθώριο για αύξηση των επιτοκίων». Το ενδιαφέρον εδώ δεν είναι τόσο ότι η νομισματική πολιτική φαίνεται να έχει καταστεί μάλλον μια βραχυπρόθεσμη προσέγγιση, όσο κυρίως το γεγονός ότι η Yellen εξέφρασε εκ νέου έναν υπαρκτό φόβο ότι βρισκόμαστε στην κορυφή ενός οικονομικού κύκλου, με μια νέα κρίση μπροστά μας. Αυτό έπεται μιας βιώσιμης οικονομικής ανάπτυξης από το 2009 και μιας μείωσης της ανεργίας στις ΗΠΑ. Με άλλα λόγια, το «πνεύμα των καιρών» είναι αρνητικό.

 Αν κάποιος εξέταζε πιο προσεκτικά τα γρανάζια της οικονομικής μηχανής, θα διαπίστωνε ότι οι εταιρικές επενδύσεις αυξάνονται με πιο αργούς ρυθμούς σε σχέση με προηγούμενες φάσεις ανάκαμψης. Ταυτόχρονα, η ανάπτυξη της παραγωγικότητας είναι πολύ χαμηλή, το οποίο συμβάλλει σε συνολικά χαμηλότερα ποσοστά ανάπτυξης – κάτι που συνδέεται στενά και με το προηγούμενο.

 «Λαλίστατα» δημογραφικά

 Σε μακροπρόθεσμο ορίζοντα, δεν μπορούμε να αποφύγουμε τις συνέπειες των δημογραφικών εξελίξεων. Η Ιαπωνία κατέγραψε τα υψηλότερα επίπεδα πληθυσμού της το 2005, ενώ ο πληθυσμός της Ευρώπης κορυφώνεται τώρα. Η πληθυσμιακή συρρίκνωση συνεπάγεται μείωση των δυνητικών ποσοστών ανάπτυξης. Ο αυξανόμενος αριθμός των ηλικιωμένων ανθρώπων και στις δύο περιοχές παρασύρει προς τα κάτω και το δυνητικό ποσοστό ανάπτυξης.

Οι ΗΠΑ δεν αντιμετωπίζουν αυτό το φαινόμενο, καθώς ο πληθυσμός τους αναμένεται να αυξηθεί σταθερά κατά τις επόμενες γενιές. Αυτό γεννά την προσδοκία για σημαντικά υψηλότερη οικονομική ανάπτυξη στις ΗΠΑ τις επόμενες δεκαετίες, σε σχέση με αυτό που μπορούμε να επιτύχουμε στην ανατολική μεριά του Ατλαντικού. Κατά μία έννοια, οι παγκόσμιες αγορές μετοχών έχουν ήδη προεξοφλήσει την εξέλιξη αυτή, με τις αμερικανικές αγορές μετοχών να καταγράφουν πολύ καλύτερες αποδόσεις το τελευταίο διάστημα.

 Άλλες χώρες έχουν πλεόνασμα πληθυσμού και τεράστιες πιέσεις από έναν απελπισμένο νεανικό πληθυσμό. Στη θεωρία, δεν υπάρχει τίποτα πιο εύκολο από το ανακάτεμα των λαών ανά την υφήλιο. Στην πράξη, ωστόσο, αυτό μόνο εύκολο δεν είναι – όπως φαίνεται από το θλιβερό παράδειγμα των προβλημάτων που σχετίζονται με τους πρόσφυγες και τους μετανάστες στην Ευρώπη. Με δεδομένες τις λαϊκές και χριστιανικές παραδόσεις μας στην Ευρώπη, δεν έχουμε εμπειρία στο να αφομοιώνουμε μουσουλμάνους από τη Βόρειο Αφρική και τη Μέση Ανατολή − οι οποίοι, με τη σειρά τους, μερικές φορές φαίνεται να δυσκολεύονται να αποδεχθούν ότι η ελκυστικότητα της Ευρώπης έγκειται στην εργατικότητα και την προσωπική ελευθερία.

 Εφόσον δεν φαίνεται πολιτικά εφικτό για την ώρα να επιλυθεί η τρέχουσα συγκεκριμένη διαφωνία, η απάντηση γίνεται, αντίθετα, πιο γενική στη φύση της, με αποτέλεσμα τη διαρκή αύξηση ενός καθεστώτος παρακολούθησης και τη μείωση της εμπιστοσύνης μεταξύ των ανθρώπων, το οποίο με τη σειρά του μειώνει τόσο την παραγωγικότητα όσο και την ευημερία. Παράλληλα με αυτά, λαμβάνει χώρα μια τεχνολογική μετα-τάση, η οποία εν τέλει θα οδηγήσει στην αντικατάσταση των περισσότερων μορφών απασχόλησης από τα ρομπότ και την τεχνητή νοημοσύνη.

 Προσέγγιση τακτικής, στρατηγικής, διάρθρωσης

 Όλοι αυτοί −και ακόμα περισσότεροι− παράγοντες αποτελούν, λοιπόν, στοιχεία που ο σύγχρονος επενδυτής οφείλει να κατανοήσει. Στη συνέχεια, ίσως είναι χρήσιμο να κινηθεί με βάση διαφορετικά χρονοδιαγράμματα. Διαβλέπω ότι ο ορίζοντας τακτικής (6-9 μήνες) είναι θετικός, εν αναμονή μιας περαιτέρω ανάκαμψης στον βραχυπρόθεσμο επιχειρηματικό κύκλο. Επιπλέον, εκτιμώ ότι και ο ορίζοντας στρατηγικής (1-3 έτη) είναι θετικός, καθώς εξακολουθούμε να διανύουμε μια μακροπρόθεσμη ανάκαμψη, μετά τη χρηματοοικονομική κρίση του 2008-2009, έχοντας στη διάθεσή μας αρκετούς αναξιοποίητους πόρους.

 Αντιθέτως, θεωρώ ότι η Δύση διανύει μια πολιτική και κοινωνικοοικονομική κρίση εδώ και περισσότερα από 10 χρόνια, όπου έχουμε εμπλακεί σε μια σημαντική αλλαγή των προτεραιοτήτων της κοινωνίας σε σχέση με τη μονάδα. Αυτές οι κρίσεις μπορεί να διαρκέσουν έως και 20 χρόνια, και ιστορικά συχνά έληγαν με πολέμους. Όταν αυτή η διαδικασία ολοκληρωθεί, τότε ξεκινά μια νέα μακροπρόθεσμη ανάκαμψη, η οποία στην προκειμένη περίπτωση θα μπορεί να βασιστεί στην τεχνολογική επανάσταση που εκτυλίσσεται και η οποία έχει μπροστά της μέλλον περίπου 40 ετών.

 Επενδυτικά συμπεράσματα

 Κατά το έτος αυτό, έχω μειώσει την έκθεση των χαρτοφυλακίων μου σε ομόλογα μικρής διάρκειας και ευρωπαϊκά εταιρικά ομόλογα, εξαιτίας των προσδοκιών για χαμηλότερες αποδόσεις στο μέλλον, και στις δύο κατηγορίες. Αντιθέτως, έχω αυξήσει το ποσοστό των ομολόγων από τις αναδυόμενες αγορές, καθώς και των αμερικανικών ομολόγων υψηλής απόδοσης, ενώ έχω αυξήσει ανάλογα την έκθεσή μου στον χρυσό, ως εναλλακτική επένδυση.

 Έχω διατηρήσει μεγαλύτερα ποσοστά μετοχών, συγκριτικά με τα ποσοστά ομολόγων, προτιμώντας ωστόσο μετοχές που παρουσιάζουν σταθερότητα και χαμηλή μεταβλητότητα. Επιπλέον, έπαψα να διατηρώ χαμηλή έκθεση στις αναδυόμενες αγορές, αποκτώντας μετοχές αναδυόμενων αγορών με χαμηλό δείκτη Beta.

 Σε ένα περιβάλλον με χαμηλή ονομαστική ανάπτυξη και χαμηλά επιτόκια, οι μετοχές αποτελούν σχεδόν αποκλειστικά τη μόνη εναλλακτική επιλογή για αποδόσεις. Εν αναμονή μιας περιόδου συνεχιζόμενης ανάπτυξης, χαλαρής νομισματικής πολιτικής και πιθανής αύξησης των εταιρικών κερδών, οι μετοχές θα πρέπει να είναι σε θέση και στο μέλλον να αποφέρουν υψηλότερες αποδόσεις από τα ομόλογα, και −όπως συνέβη και τον Αύγουστο− θα πρέπει να περιμένει κανείς μια νέα στροφή στους τομείς που επηρεάζονται περισσότερο από τις κυκλικές κινήσεις. Τον επόμενο μήνα, θα πρέπει να αξιολογήσουμε ξανά πόσο κοντά είμαστε σε μια αύξηση των επιτοκίων στις ΗΠΑ, και αν αυτό θα είχε αρνητικές επιπτώσεις, για παράδειγμα στις αναδυόμενες αγορές.

 

Leave a Reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *

*