Το ΔΝΤ «ξηλώνει» το τρίτο μνημόνιο!

Του Νώντα Χαλδούπη,

 

Αδύνατο θεωρεί το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο να εκπληρωθούν από την Ελλάδα οι «φιλόδοξοι», όπως έχουν χαρακτηρισθεί από τα στελέχη του, δημοσιονομικοί στόχοι του τρίτου μνημονίου και ασκεί πιέσεις στους Ευρωπαίους δανειστές να μετατεθεί αργότερα, ίσως και μετά το 2020, η επίτευξη πρωτογενούς πλεονάσματος 3,5% του ΑΕΠ.

Οι οικονομολόγοι του Ταμείου εκτιμούν ότι η Ελλάδα ξεκινά την προσπάθεια για να φθάσει το πλεόνασμα του 3,5% από έλλειμμα 0,6% του ΑΕΠ το 2015, αμφισβητώντας τον υπολογισμό της κυβέρνησης περί μικρού πρωτογενούς πλεονάσματος (0,2%).

Από ελληνικής πλευράς τονίζεται ότι οι ειδικοί του Ταμείου δεν εξηγούν αυτή τη μεγάλη απόκλιση υπολογισμών. Είναι σαφές, όμως, ότι το ΔΝΤ εκτιμά με πολύ αυστηρό τρόπο τα στοιχεία του 2015, λαμβάνοντας υπόψη ότι η Αθήνα παραβίασε την απαγόρευση δημιουργίας νέων ληξιπρόθεσμων οφειλών στον ιδιωτικό τομέα. Αν υπολογισθούν αυτές οι νέες ληξιπρόθεσμες οφειλές, το κατά την Αθήνα «πλεόνασμα» μετατρέπεται σε έλλειμμα, σύμφωνα με το Ταμείο.

Με αυτό το δεδομένο, εκτιμάται ότι η δημοσιονομική προσπάθεια που πρέπει να γίνει από ελληνικής πλευράς μέχρι το τέλος του προγράμματος, το 2018, θα πρέπει να καλύψει ένα κενό μεγαλύτερο από 4% του ΑΕΠ. Μια τόσο μεγάλη προσπάθεια προϋποθέτει τη λήψη πολύ σκληρών μέτρων λιτότητας, που θα έχουν δυσμενέστατες συνέπειες στην οικονομική δραστηριότητα και θα ανοίξουν ένα νέο φαύλο κύκλο, εκτιμά το Ταμείο.

Στο πλαίσιο αυτό, το ΔΝΤ υποδεικνύει στις ευρωπαϊκές συνιστώσες του κουαρτέτου την ανάγκη να αλλάξουν οι δημοσιονομικοί στόχοι του προγράμματος και να μετατεθεί τουλάχιστον δύο χρόνια αργότερα η επίτευξη του στόχου για πλεόνασμα 3,5% του ΑΕΠ, ώστε να εναρμονισθεί το πρόγραμμα με την πραγματική κατάσταση στην ελληνική οικονομία.

Ο Μορίς Όμπστφελντ, ο Αμερικανός επικεφαλής οικονομολόγος του Ταμείου, που ανέλαβε πρόσφατα τα καθήκοντά του,  μετέφερε στο γερμανικό κοινό, που κατ’ εξοχήν είναι εχθρικό σε αιτήματα για χαλάρωση των στόχων του ελληνικού προγράμματος, την πρόταση του ΔΝΤ για αναθεώρηση των στόχων, την οποία συνέδεσε και με την προσφυγική κρίση.

«Βραχυπρόθεσμα θα έπρεπε να υπάρξει κάποια ευελιξία όσον αφορά στους δημοσιονομικούς στόχους λόγω του προσφυγικού», ανέφερε ο Αμερικανός αξιωματούχος σε συνέντευξή του στη γερμανική οικονομική εφημερίδα “Handelsblatt”. Ανέφερε, πάντως, ότι δεν μπορούν να αποφευχθούν οι διαρθρωτικές και δημοσιονομικές μεταρρυθμίσεις και ότι είναι αναγκαία η ελάφρυνση χρέους.

«Οι προσφυγικές ροές δεν θα διαρκέσουν για πάντα. Τα ελληνικά δημοσιονομικά αποτελούν, αντίθετα, ένα μακροπρόθεσμο ζήτημα. Για να έχει η Ελλάδα επιτυχία θα πρέπει να εξυγιάνει τα δημοσιονομικά της. Λαμβάνοντας υπόψη το υψηλό κόστος των συντάξεων είναι δύσκολο να φανταστεί κανείς πώς θα επιτευχθεί εξυγίανση στα δημοσιονομικά χωρίς μεταρρύθμιση του συνταξιοδοτικού. Βραχυπρόθεσμα μπορεί να υπάρξει χαλάρωση των δημοσιονομικών στόχων λόγω προσφυγικού. Περιορισμός δαπανών και διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις παραμένουν ωστόσο απαραίτητες, όπως άλλωστε και η διαγραφή χρέους», τονίζει, μεταξύ άλλων, ο Όμπστφελντ.

Το μεγάλο πρόβλημα στις διαπραγματεύσεις, όμως, είναι ότι οι Ευρωπαίοι δανειστές προς το παρόν απορρίπτουν κάθε συζήτηση για αναθεώρηση των δημοσιονομικών στόχων, επειδή αυτό θα προϋπέθετε αύξηση της χρηματοδότησης της Ελλάδας και τολμηρότερα μέτρα ελάφρυνσης του χρέους –το ΔΝΤ φέρεται να προτείνει ακόμη και αύξηση στα 30 χρόνια της περιόδου χάριτος όλων των ευρωπαϊκών δανείων προς τη χώρα μας.

Αντί της αλλαγής των στόχων, οι Ευρωπαίοι προτιμούν να «κουκουλωθεί» το πρόβλημα με υπολογισμούς που το ΔΝΤ θεωρεί ότι κινούνται εκτός πραγματικότητας: δηλαδή, γίνεται δεκτό ότι είναι αρκετή μια αύξηση του πλεονάσματος κατά 3% μέχρι το τέλος του 2018 και ότι αυτή μπορεί να επιτευχθεί με τα μέτρα που θα συμφωνήσει να εφαρμόσει η ελληνική κυβέρνηση.

Με μια συμφωνία σε αυτό το πνεύμα, το πρόβλημα θα μετατεθεί στο μέλλον, όταν θα αρχίσει να φαίνεται ότι οι υπολογισμοί ήταν εσφαλμένοι και η προσέγγιση του στόχου για το πλεόνασμα αποδειχθεί αδύνατη. Τότε, οι Ευρωπαίοι θα ανοίξουν και πάλι τη συζήτηση για αλλαγές στους στόχους, αλλά στο μεταξύ ένα μεγάλο μέρος του κόστους θα μεταφερθεί στην Ελλάδα, που θα βρεθεί και πάλι να κατηγορείται για «αστοχίες» στην εφαρμογή του προγράμματος.

Το ΔΝΤ εκτιμά ότι η πρακτική της συνεχούς μετάθεσης του προβλήματος στο μέλλον πρέπει να σταματήσει και ζητεί από Αθήνα και Ευρωπαίους δανειστές να κάνουν τώρα μια ρεαλιστική αναπροσαρμογή των στόχων, με βάση τις πραγματικές δυνατότητες της Ελλάδας, και να υπολογισθεί αντίστοιχα η συνεισφορά των Ευρωπαίων με χρηματοδοτήσεις και μέτρα ελάφρυνσης του χρέους.

Καλώς εχόντων των πραγμάτων, αυτές οι διαφορές μεταξύ των δανειστών θα πρέπει να τεθούν στο τραπέζι των συζητήσεων στις 15 Απριλίου, στο περιθώριο της εαρινής συνόδου του ΔΝΤ, στην Ουάσιγκτον. Γι’ αυτό και η κυβέρνηση επιδιώκει να κλείσει τη διαπραγμάτευση για την αξιολόγηση μέσα στο πρώτο δεκαήμερο του Απριλίου, ώστε να περάσει το «μπαλάκι» στο γήπεδο των δανειστών.

Leave a Reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *

*