Αντεπίθεση τραπεζών για τις προμήθειες στις κάρτες

 

Επικοινωνιακή αντεπίθεση στην κυβέρνηση, για όσα λέγονται από αρμόδια  στελέχη του οικονομικού επιτελείου περί υψηλών προμηθειών για συναλλαγές με κάρτες, εξαπολύει η Ελληνική Ένωση Τραπεζών, τονίζοντας ότι οι προμήθειες στην Ελλάδα είναι χαμηλές και μάλιστα για τους εμπόρους είναι περισσότερο συμφέρουσες οι συναλλαγές με κάρτες από τις συναλλαγές μετρητοίς.

 

Σύμφωνα με πληροφορίες, η ΕΕΤ προτίθεται να αντιδράσει σθεναρά σε περίπτωση που η κυβέρνηση αποφασίσει να προχωρήσει σε ρυθμιστική παρέμβαση για τα κόστη των συναλλαγών με κάρτες, όπως έχουν αφήσει να εννοηθεί στελέχη του οικονομικού επιτελείου της κυβέρνησης.

 

Παράλληλα, αναπτύσσονται πρωτοβουλίες, όπως πρόσφατα από την Εθνική Τράπεζα, για τη μείωση του κόστους συναλλαγών με κάρτες για τις μικρές επιχειρήσεις –η Εθνική μειώνει σε 0,5% την προμήθεια που καταβάλλουν οι έμποροι για συναλλαγές αξίας κάτω των 10 ευρώ.

 

Σε αναλυτικό κείμενο που έδωσε στη δημοσιότητα η ΕΕΤ, με ερωταπαντήσεις για τις κάρτες πληρωμών, αναφέρονται τα ακόλουθα, σε σχέση με τα κόστη των συναλλαγών:

 

  1. Οι προμήθειες που καταβάλλει η επιχείρηση στο πλαίσιο των υπηρεσιών αποδοχής και εκκαθάρισης συναλλαγών καρτών διαμορφώνονται ενσωματώνοντας διάφορες παραμέτρους κόστους. Ενδεικτικά αναφέρεται:

* το κόστος διατραπεζικής προμήθειας που αποδίδει η τράπεζα του εμπόρου στην τράπεζα που έχει εκδώσει την κάρτα (interchange fee – IRF),

* το κόστος προμηθειών που αποδίδουν οι τράπεζες στα διεθνή σχήματα καρτών (π.χ. Visa, MasterCard, American Express, Diners, China Unionpay, κ.λπ.),

* το κόστος διόδευσης συναλλαγών μέσω τρίτων εταιρειών (Network Service Providers),

* το λειτουργικό κόστος για την ανάπτυξη, αναβάθμιση και συντήρηση των συστημάτων αποδοχής και εκκαθάρισης συναλλαγών καρτών,

* οι προβλέψεις της τράπεζας για ζημίες που προκύπτουν από απατηλές συναλλαγές καρτών (card fraud),

* τυχόν κόστος από συμμετοχή σε «προγράμματα πιστότητας», το οποίο επιστρέφεται από την τράπεζα στους χρήστες καρτών πληρωμών ως επιβράβευση,

* το κόστος πρόσθετων υπηρεσιών που τυχόν παρέχονται, όπως υπηρεσίες πρόληψης απατηλών συναλλαγών, υπηρεσίες ασφαλείας 3D Secure για συναλλαγές μέσω internet, κ.λπ., και* το περιθώριο κέρδους της τράπεζας.

 

  1. Δεν ισχύει ότι οι προμήθειες για συναλλαγές καρτών απαγορεύεται να υπερβαίνουν το 0,2% και το 0,3% του ποσού της συναλλαγής. Τα ανωτέρω ποσοστά αφορούν αποκλειστικά και μόνο στο κόστος διατραπεζικής προμήθειας που αποδίδει η τράπεζα του εμπόρου στην τράπεζα που έχει εκδώσει την κάρτα (interchange fee – IRF). Τα ανωτέρω ποσοστά αφορούν μάλιστα συγκεκριμένους τύπους καρτών (χρεωστικών, προπληρωμένων και πιστωτικών, εξαιρουμένων των εταιρικών, που εκδίδονται από τράπεζες που λειτουργούν στην Ευρωπαϊκή Ένωση), ενώ για τις συναλλαγές με κάρτες πληρωμών που δεν εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του Κανονισμού (ΕΕ) 751/2015 εξακολουθούν να ισχύουν υψηλότερες διατραπεζικές προμήθειες που ξεπερνούν ακόμα και το 1%.

Τα εν λόγω ποσοστά (0,2% και 0,3%) αναφέρονται στα άρθρα 3 και 4 του Κανονισμού (ΕΕ) 751/2015 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, ισχύουν από 9 Δεκεμβρίου 2015, ρυθμίζουν την προμήθεια μεταξύ διαφορετικών τραπεζών (έκδοσης και αποδοχής της κάρτας πληρωμών) και δεν αφορούν στην τιμολόγηση της κάθε τράπεζας προς τους πελάτες της (κατόχους ή/και αποδέκτες καρτών), η οποία και διαμορφώνεται με βάση τις αρχές της ελεύθερης αγοράς.

 

  1. Οι προμήθειες εμπόρου που χρεώνουν οι ελληνικές τράπεζες για την αποδοχή συναλλαγών καρτών είναι από τις πλέον ανταγωνιστικές συγκρινόμενες με αυτές λοιπών τραπεζών που λειτουργούν σε κράτη-μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης και μεσοσταθμικά διαμορφώνονται σε σημαντικά χαμηλότερα ποσοστά σε σχέση με τις μεσοσταθμικές προμήθειες που εφαρμόζονται στην ΕΕ και ακόμα περισσότερο στις ΗΠΑ.

Η ανταγωνιστικότητα των τιμολογήσεων των ελληνικών τραπεζών έναντι των επιχειρήσεων που αποδέχονται συναλλαγές καρτών αναδεικνύεται ακόμη περισσότερο εάν συνυπολογιστεί και ο εξαιρετικά χαμηλός βαθμός διείσδυσης της χρήσης των καρτών πληρωμών στη χώρα μας, παρά το γεγονός πως τα σημεία πώλησης (POS) ανά κάτοικο, δεν διαφοροποιούνται ουσιαστικά έναντι του μέσου όρου της Ευρωπαϊκής Ένωσης (1.800 POS ανά 100.000 κατοίκους στην Ελλάδα έναντι 1.970 POS ανά 100.000 κατοίκους στην Ευρωπαϊκή Ένωση). Ειδικότερα, σύμφωνα με τα δημοσιευμένα στοιχεία της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας:

* το 2014, σε κάθε Ελληνα αντιστοιχούσαν οκτώ (8) συναλλαγές με κάρτες πληρωμών (εξαιρουμένων των αναλήψεων μετρητών), έναντι μέσου όρου 93 συναλλαγών ανά κάτοικο στην Ευρωπαϊκή Ένωση,

* το 2014, ο συνολικός κύκλος εργασιών (τζίρος), με κάρτες πληρωμών που εκδόθηκαν στην Ελλάδα ανήλθε στα 4,7 δισ. ευρώ ή 428 ευρώ ανά κάτοικο, έναντι μέσου όρου 3.947 ευρώ ανά κάτοικο στην Ευρωπαϊκή Ένωση.

Το 2015 ακόμη και μετά την αναμενόμενη σημαντική αύξηση, λόγω των περιοριστικών μέτρων, των συναλλαγών και του κύκλου εργασιών με κάρτες πληρωμών, η Ελλάδα θα εξακολουθεί να είναι στο 20% του μέσου όρου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, κατέχοντας μια από τις τελευταίες θέσεις στη χρήση καρτών πληρωμών μεταξύ των κρατών-μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

 

  1. Το τερματικό αποδοχής συναλλαγών καρτών (POS) συνιστά αναπόσπαστο μέρος του συγκεκριμένου τρόπου εισπράξεων μιας επιχείρησης. Συνεπώς, αντιμετωπίζεται ως πάγιο στοιχείο της επιχείρησης με τον ίδιο ακριβώς τρόπο που αντιμετωπίζεται και η αγορά ενός μηχανήματος αναγνώρισης των κατάλληλων προς κυκλοφορία τραπεζογραμματίων (χαρτονομισμάτων) ευρώ για τις εισπράξεις της επιχείρησης με μετρητά.

Σε όλες τις άλλες ευρωπαϊκές αγορές, το κόστος εφάπαξ αγοράς ή ενοικίασης του τερματικού αποδοχής καρτών (POS), καθώς και το τυχόν κόστος συντήρησης τυπικά επιβαρύνουν την επιχείρηση που αξιοποιεί τις υπηρεσίες αποδοχής και εκκαθάρισης καρτών πληρωμών. Σήμερα, παρέχονται τερματικά τόσο από τις τράπεζες όσο και από φορείς παροχής υπηρεσιών πληρωμών γενικότερα, ενώ στην ελληνική αγορά δραστηριοποιούνται και τρίτες εμπορικές επιχειρήσεις που παρέχουν διαφόρων τύπων τερματικά αποδοχής καρτών, καλύπτοντας και πιο εξειδικευμένες ανάγκες (π.χ. σταθερά ενσύρματα τερματικά, ασύρματα τερματικά GPRS ή WiFi, mobile POS, κ.λπ.). Όλα τα τερματικά για να λειτουργήσουν απαιτούν τη σύναψη συνεργασίας με μια τράπεζα ή άλλο αδειοδοτημένο φορέα παροχής υπηρεσιών πληρωμών.

Οι περισσότερες ελληνικές τράπεζες έχουν συμβληθεί με κατασκευάστριες στο εξωτερικό εταιρείες ή τους αντιπροσώπους τους στην Ελλάδα προκειμένου να εξασφαλίσουν όσο το δυνατόν καλύτερη έκπτωση για λογαριασμό των επιχειρήσεων/πελατών τους με τους οποίους συμβάλλονται προκειμένου να αποδέχονται συναλλαγές καρτών.

Το κόστος αγοράς ενός τερματικού POS κυμαίνεται από 129 έως 450 ευρώ, ανάλογα με τον τύπο και τη λειτουργικότητά του, ενώ στην περίπτωση μίσθωσής του το κόστος κυμαίνεται ετησίως από 65 έως 192 ευρώ. Αντίστοιχα, το ετήσιο κόστος συντήρησης κυμαίνεται μεταξύ 24 και 96 ευρώ.

 

  1. Η αποδοχή καρτών θεωρείται πλέον απαραίτητο εργαλείο για την εξυπηρέτηση της πελατείας και των εισπράξεων οποιασδήποτε επιχείρησης. Επιπλέον, η αύξηση χρήσης των καρτών πληρωμών συνεπάγεται για τους εμπόρους σημαντική μείωση του κόστους διαχείρισης των μετρητών (π.χ. διαχείριση κερμάτων, κόστος χρηματαποστολών, απώλειες από ληστείες, διαχείριση ακατάλληλων προς κυκλοφορία χαρτονομισμάτων, χρόνος εξυπηρέτησης πελατών, κ.λπ.) που με βάση τη διεθνή εμπειρία σε πολλές περιπτώσεις υπερκαλύπτουν την προμήθεια αποδοχής συναλλαγών καρτών πληρωμών. Το ετήσιο κόστος διαχείρισης μετρητών, σύμφωνα με τη διεθνή εμπειρία, ανέρχεται από 0,7% έως 2,5% του κύκλου εργασιών της επιχείρησης, ειδικότερα δε στην Ελλάδα εκτιμάται ότι ανέρχεται στο 2,3% του κύκλου εργασιών των επιχειρήσεων, ήτοι 4 δισ. ευρώ περίπου.

Leave a Reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *

*