Κεφαλαιακοί έλεγχοι: Η διαμόρφωση του οικονομικού κλίματος και οι επιπτώσεις στην επικείμενη εφαρμογή της Solvency II

[starbox]

 

Οι κεφαλαιακοί έλεγχοι, εντός της σχετικής βιβλιογραφίας της Διεθνούς Οικονομικής Θεωρίας, στις πλείστες των περιπτώσεων χαρακτηρίζονται μια «βιαστική θεραπεία» σε μακροχρόνιες, σοβαρές ασθένειες της οικονομίας, η οποία πολλές φορές μπορεί να αποβεί επιζήμια, ειδικά όταν συντρέχουν συνθήκες ύφεσης. Στην Ελλάδα, η οικονομία βιώνει τα σημάδια της επιβολής των κεφαλαιακών ελέγχων σε όλους τους κλάδους με μεγάλη σφοδρότητα, γεγονός που επιβαρύνει ακόμη περισσότερο τις προοπτικές βραχυπρόθεσμης ανάκαμψης των οικονομικών δεικτών.
Ειδικότερα, το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, στην ετήσια έκθεσή του για τις προοπτικές της παγκόσμιας οικονομίας (World Economic Outlook), αναφέρει ότι η οικονομική κατάσταση στην Ελλάδα μετά την υπογραφή του τρίτου Μνημονίου αφενός μεν περιορίζει τον κίνδυνο της εξόδου της χώρας από το ευρώ αφετέρου δε ενδέχεται να δημιουργήσει εκ νέου αβεβαιότητα στο πολιτικό σκηνικό κατά την επιβολή των απαιτούμενων μέτρων, γεγονός που θα επιφέρει πρόσθετες οικονομικές πιέσεις στη χώρα. Οι εκτιμήσεις του ΔΝΤ για την ανεργία προβλέπουν άνοδο του ποσοστού από το 26,5% πέρσι σε 27,1% εντός του 2016. Το Ταμείο προβλέπει επίσης αποπληθωρισμό της τάξεως του 0,4% για το 2015 και μηδενικό ποσοστό για το 2016.
Εξετάζοντας το ευρύτερο οικονομικό περιβάλλον, έτσι όπως έχει διαμορφωθεί μετά την επιβολή των κεφαλαιακών ελέγχων, σύμφωνα με την πιο πρόσφατη μελέτη Οικονομικής Συγκυρίας του IOBE (Σεπτέμβριος 2015), o Δείκτης Οικονομικού Κλίματος στην Ελλάδα κατέγραψε άνοδο σε σχέση με το προηγούμενο δίμηνο και ανήλθε στις 83,1 μονάδες (81,3 τον Ιούλιο, 75,2 τον Αύγουστο). Αντίθετα όμως, η καταναλωτική εμπιστοσύνη, η οποία υποχώρησε σημαντικά το προηγούμενο δίμηνο, ως αποτέλεσμα των ακραίων οικονομικών εξελίξεων και της επιβολής των κεφαλαιακών ελέγχων στο τραπεζικό σύστημα, σημειώνει τη χαμηλότερη επίδοση της τελευταίας τριετίας. Η απαισιοδοξία των καταναλωτών οφείλεται στα μέτρα του νέου Μνημονίου, τα οποία πλήττουν μεγάλο μέρος της κοινωνίας, ενισχύοντας έτσι τις αρνητικές τους προβλέψεις για την πορεία των ατομικών-οικογενειακών τους οικονομικών αλλά και για την οικονομία της Ελλάδας.
Ο δείκτης Επιχειρηματικών Προσδοκιών στον τομέα των Υπηρεσιών βελτιώθηκε σημαντικά σε σχέση με τον Ιούλιο, φθάνοντας τις 75,4 μονάδες, από τις 61,3 μονάδες. Ο επιμέρους δείκτης Επιχειρηματικών Προσδοκιών στους Ενδιάμεσους Χρηματοπιστωτικούς Οργανισμούς (εκτός των τραπεζών) παραμένει αμετάβλητος στις 54,3 μονάδες, αλλά σημαντικά μειωμένος σε σχέση με τον αντίστοιχο περσινό (70,1). Ο κλάδος αναφέρει την ανεπαρκή ζήτηση ως το σημαντικότερο εμπόδιο κατά τη διεκπεραίωση των εργασιών του, σε συνδυασμό με τους διάφορους συγκυριακούς οικονομικούς παράγοντες.
Η ασφαλιστική αγορά, εν τω μέσω του ευρύτερου κλίματος της οικονομίας, έχει υποστεί μια σειρά επιπτώσεων, αφενός λόγω της επιβολής των κεφαλαιακών ελέγχων και αφετέρου λόγω των πρόσθετων φορολογικών επιβαρύνσεων επί των ασφαλιστικών προϊόντων, που αποτέλεσαν μέρος των νέων φορολογικών μέτρων που επιβλήθηκαν.
Οι περιορισμοί στην κίνηση των κεφαλαίων έχουν ουσιαστικά φέρει την πώληση προϊόντων ζωής συνδεδεμένων με επενδύσεις σε κατάσταση αναμονής, ενώ δημιούργησαν μια σειρά προβλημάτων που σχετίζονται με την καταβολή ασφαλίστρων, αντασφαλίστρων και αποζημιώσεων. Παράλληλα, οι κεφαλαιακοί έλεγχοι περιορίζουν στην πράξη την εκτέλεση της επενδυτικής πολιτικής των ασφαλιστικών εταιρειών, αφού δεν επιτρέπουν την ελεύθερη επιλογή επενδύσεων, κυρίως στο εξωτερικό.
Λαμβάνοντας υπόψη την ευρύτερη δυσμενή πορεία της οικονομίας, αλλά και τον τρόπο με τον οποίο αυτή επιβαρύνει τη λειτουργία των ασφαλιστικών εργασιών, η ασφαλιστική αγορά από την 1.1.2016 θα πρέπει να υιοθετήσει το νέο πλαίσιο φερεγγυότητας, τη γνωστή σε όλους μας Οδηγία Solvency II, που προϋποθέτει δομικές αλλαγές, αλλά και σημαντικές επενδύσεις σε χρήματα, ανθρωποώρες και υποδομές, για το σύνολο του κλάδου.
Το ερώτημα που ακούγεται συχνά από στελέχη του χώρου αναφορικά με την εφαρμογή της Solvency II είναι: Το 2016 είναι η κατάλληλη στιγμή; Στην Ελλάδα του 2015, που βρίσκεται σε βαθιά ύφεση ετών, με αρνητικές προοπτικές άμεσης ανάκαμψης, με όλους τους εισπρακτικούς περιορισμούς που το κράτος μεταφέρει σε πολίτες και επιχειρήσεις, με τις δομικές αλλαγές στο χρηματοπιστωτικό σύστημα και παράλληλα με το συνεχώς μειούμενο διαθέσιμο εισόδημα των καταναλωτών, πώς μπορεί μια ολόκληρη αγορά υπηρεσιών να επενδύσει σε υποδομές και να αντλήσει κεφάλαια, προκειμένου να αντεπεξέλθει στις νέες απαιτήσεις ενός ιδιαίτερα αυστηρού θεσμικού πλαισίου;
Η Οδηγία Solvency II έρχεται για να διασφαλίσει την αντοχή των εταιρειών σε κρίσεις παρόμοιες σε σφοδρότητα με αυτήν που βιώνουμε, εμπλουτισμένη με χαρακτηριστικά αντιμετώπισης αυτών ακριβώς των επιπτώσεων που προκύπτουν σε περιόδους μεγάλης μεταβλητότητας. Για να κατανοήσουμε τις άμεσες επιπτώσεις των ιδιαίτερων οικονομικών συνθηκών της Ελλάδας σε σχέση με την υιοθέτηση της Solvency II, θα πρέπει να γίνει μια σύντομη αναφορά στις απαιτήσεις του ίδιου του νομικού πλαισίου.
Όπως είναι πλέον γνωστό, η Οδηγία θεσπίζει ένα ενιαίο σύστημα υπολογισμού των κεφαλαιακών απαιτήσεων σε όλα τα κράτη-μέλη της ΕΕ, υιοθετώντας τεχνικές διαχείρισης κινδύνων, εταιρικής διακυβέρνησης και διαφάνειας, οι οποίες κρίνονται πλέον απαραίτητες για την ορθή λειτουργία της αγοράς και την προστασία του ασφαλισμένου μέσα στο σύγχρονο και ιδιαίτερα πολύπλοκο χρηματοοικονομικό σύστημα. Αν επικεντρωθούμε στον υπολογισμό των κεφαλαιακών απαιτήσεων, προκειμένου να υπολογιστούν οι Βασικές Κεφαλαιακές Απαιτήσεις Φερεγγυότητας (BSCR), βάσει της προτεινόμενης μεθόδου της Οδηγίας, λαμβάνονται υπόψη έξι ενότητες κινδύνου: Ο κίνδυνος της αγοράς, ο κίνδυνος από προϊόντα ζωής, ο κίνδυνος από προϊόντα υγείας, ο κίνδυνος από τους γενικούς κλάδους, ο κίνδυνος αντισυμβαλλομένου και, τέλος, ο κίνδυνος από τα άυλα περιουσιακά στοιχεία. Σημαντικός παράγοντας για τη διαμόρφωση των τελικών κεφαλαιακών απαιτήσεων αποτελεί και η αλληλεξάρτηση των προαναφερόμενων κινδύνων εντός του ευρύτερου κινδύνου της οικονομικής κατάστασης της χώρας.
Οι παρούσες συνθήκες της οικονομίας επιβαρύνουν ιδιαίτερα τον κίνδυνο της αγοράς, ο οποίος απαρτίζεται από διάφορες υποκατηγορίες κινδύνου. Ο βασικός κίνδυνος αλλά και οι σχετικές υποκατηγορίες κινδύνου (κίνδυνος περιουσίας, καθαρής θέσης, συγκέντρωσης κ.λπ.), λόγω της υψηλής μεταβλητότητας και των υφεσιακών συνθηκών, είναι ιδιαίτερα αυξημένοι, έχοντας ως αποτέλεσμα και την παράλληλη μεταβολή στην κεφαλαιακή απαίτηση, σε μια περίοδο που η δυνατότητα άντλησης ρευστότητας είναι ιδιαίτερα περιορισμένη.
Αν εξετάσουμε επίσης τον κίνδυνο αντισυμβαλλομένου, δηλαδή τον κίνδυνο που προκύπτει από τη σχέση των ασφαλιστικών εταιρειών με τρίτα μέρη, θα δούμε πως και εδώ παρατηρείται αυξημένος κίνδυνος, αφενός μεν λόγω της ρευστής κατάστασης στο τραπεζικό σύστημα και αφετέρου λόγω της δυσκολίας από την περιορισμένη ρευστότητα στην οικονομία, που δυσχεραίνει την είσπραξη των ασφαλίστρων. Το πάγωμα στις πωλήσεις συμβολαίων ζωής συνδεδεμένων με επενδύσεις (Unit Linked), έχει μειώσει μια σημαντική πηγή εσόδων για τον κλάδο, επηρεάζοντας τρίτα μέρη που ασχολούνται κυρίως με την προώθηση των εν λόγω προϊόντων.
Η κατάσταση των ελληνικών ασφαλιστικών εταιρειών, όπως προαναφέρθηκε, επιβαρύνεται και από τη δυσκολία στην εκτέλεση της επενδυτικής πολιτικής τους, προκειμένου να επιτύχουν την απαιτούμενη από την Οδηγία Αντιστοίχιση Ενεργητικού-Παθητικού (ALM Matching), σύμφωνα με τις απαιτήσεις του χαρτοφυλακίου τους, αφού υπάρχουν σημαντικοί περιορισμοί στις επενδύσεις, τις οποίες μπορούν να πραγματοποιήσουν στην παρούσα φάση.
Οι απρόβλεπτες αλλαγές στο φορολογικό περιβάλλον είναι επίσης ένας άλλος σημαντικός παράγοντας που δυσχεραίνει την τιμολόγηση και κατ’ επέκταση την κερδοφορία των ασφαλιστικών προϊόντων, διαταράσσοντας έτσι τα αποτελέσματα των εταιρειών, ανατρέποντας τα επιχειρηματικά τους σχέδια και επηρεάζοντας εμμέσως τις μεγάλες κατηγορίες κινδύνου (ζωής, υγείας και γενικών ασφαλίσεων).
Όσον αφορά το κομμάτι των υποδομών, οι ασφαλιστικές εταιρείες έχουν επενδύσει –και θα πρέπει να συνεχίσουν να επενδύουν και στο μέλλον– σημαντικά ποσά για τη διαμόρφωση του Συστήματος Διακυβέρνησης, για τη στελέχωση σημαντικών λειτουργιών από τα κατάλληλα άτομα, για τα πληροφοριακά συστήματα που θα παρέχουν τις απαιτούμενες αναφορές προς την εποπτεία, τη διοίκηση αλλά και τον καταναλωτή. Σε ένα περιβάλλον οικονομικής δυσπραγίας, το οποίο εμπεριέχει ποικίλους οικονομικούς περιορισμούς, το κόστος εφαρμογής της Οδηγίας μεγεθύνεται.
Η ασφαλιστική αγορά έχει αποδείξει ότι μπορεί να προσαρμόζεται στις δύσκολες συνθήκες των τελευταίων χρόνων και να αντεπεξέρχεται στις δυσκολίες με επαγγελματισμό και υπευθυνότητα. Η εφαρμογή της Οδηγίας Solvency II, αν και αποτελεί μεγάλη πρόκληση στο δυσμενές αυτό περιβάλλον, θα αποτελέσει τη βάση για τη μελλοντική ανάπτυξη αλλά και την αύξηση της αξιοπιστίας του κλάδου, ειδικά αν σημειωθεί και η επιθυμητή παράλληλη βελτίωση των οικονομικών δεικτών της χώρας

Leave a Reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *

*